13.3.10

Κι αν η ορθογραφία ήταν η ταυτότητά μας;

Tης Κριστίν Μπαρόν,
Καθηγήτριας στη Σορβόννη

Et si l' orthographe était notre identité?

© Libération Μάρτιος 12 2010


Η γλώσσα και μάλιστα η γραπτή, το πώς τη φροντίζουμε (ή την κακομεταχειριζόμαστε), ήταν δίχως άλλο ο μέγας απών του διαλόγου για την εθνική ταυτότητα. Αλλά πώς να μιλήσει κανείς σήμερα υπέρ της ορθογραφίας; Και μόνο η αναφορά σε αυτό το θέμα έχει έναν αέρα οπισθοδρομικότητας, που αποθαρρύνει τον αναγνώστη. «Ορθόν», «γραφείν»: να γράφεις «ορθά», σύμφωνα με τους κανόνες. Η ετυμολογία της λέξης αποκαλύπτει εξ αρχής την κανονιστική της ουσία.


Ένα ανέκδοτο μπορεί να εικονογραφήσει τα στερεότυπα από τα οποία υποφέρει η ορθογραφία: ήμουν νεαρή εκπαιδευτικός όταν, εν έτει 1990, μου ανέθεσαν να διοργανώσω έναν ορθογραφικό διαγωνισμό. Βρέθηκα αμέσως αντιμέτωπη με ένα συνάδερφο, που χαρακτήριζε την ιδέα της ορθογραφίας «οπισθοδρομική», «παλιομοδίτικη», και, το κερασάκι στην τούρτα, υπογράμμισε ολοκληρώνοντας πως «αλλά εσείς οι γκόμενες μόνο για τέτοια είστε». Να λοιπόν που η δήθεν ελεύθερη και παραβατική αρρενωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με την επιδέξια, συμβατική και υποταγμένη -ακόμα και στην πιο ηλίθια εξουσία- θηλυκότητα. Εξάλλου, είναι γνωστό πως η ορθογραφία είναι «η επιστήμη των ηλιθίων» ή κατ' άλλους ένα «σχολικό» πράγμα, φτιαγμένο για να ξεχωρίζει τους «καλούς» μαθητές (διάβαζε: τους κοινωνικά προνομιούχους), τους επιμελείς, που υπονοείται πως τους λείπει η φαντασία.


Μία άλλη αφήγηση από την οποία, μπορούμε να αντλήσουμε ένα ανάλογο δίδαγμα, τη βρήκα σε ένα εγχειρίδιο καλής συμπεριφοράς της δεκαετίας του '60: ένας νεαρός εξομολογείται τον έρωτά του σε μια κοπέλα, γράφοντάς της «σας αγαπο πολι», πράγμα που γεμίζει ιλαρότητα την παραλήπτρια του μηνύματος. Το δίδαγμα είναι πως πρέπει να είμαστε ορθογράφοι «αν δε θέλομε να γελούν μαζί μας». Οπότε καταλήγουμε σε αδιέξοδο: η γνώση της ορθογραφίας είναι οπισθοδρομική, η άγνοιά της οδηγεί στη γελοιότητα.


Ο Ρεϊμόν Κουενό (Raymond Queneau) υπήρξε αρχικά πολέμιος της ορθογραφίας. Πεπεισμένος, τη δεκαετία του '50 πως η ορθογραφία αποτύπωνε το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ «ακαδημαϊκής» και «λαϊκής» γλώσσας, επιχειρηματολογεί υπέρ μιας «φωνητικής» ορθογραφίας, θεωρώντας πως η προσκόλληση στην ορθογραφία δεν είναι παρά μια συνωμοσία μυημένων, που επιχειρούν να υπερασπιστούν μια γνώση που έχουν υπεξαιρέσει αυθαίρετα. Λίγα χρόνια αργότερα διαπίστωσε το λάθος του. Όσον αφορά τη «λαϊκή ομιλία», αυτή εξαφανίστηκε, ισοπεδωμένη από την τηλεοπτική και ραδιοφωνική γλώσσα, που αντιγράφει το γραπτό λόγο και επέβαλε μια τυποποιημένη μορφή της γαλλικής γλώσσας. Εξάλλου, τι νόημα θα είχε η παρέμβαση στους ορθογραφικούς κανόνες, από τη στιγμή που αυτοί προσαρμόζονται από μόνοι τους στη χρήση, όπως υπογράμμιζε εδώ και λίγα χρόνια ο Φερνάντ Γκρεβίς (Fernand Grevisse), στην προσπάθειά του να δείξει πως η ορθογραφία συμβαδίζει με την εξέλιξη της γλώσσας;


Αυτή η παρατήρηση μας δίνει την ευκαιρία να επανεξετάσουμε ορισμένα από τα στερεότυπα κατά της ορθογραφίας:


- Με την κατάργηση της ορθογραφίας θα κερδίζαμε σε χρόνο και σαφήνεια.


- Η ορθογραφία είναι αμελητέα σε καιρούς όπου η προφορική επικοινωνία επιβάλλεται


της γραπτής.


- Το περιεχόμενο είναι το μόνο που μετράει, και ως προς αυτό η κατάργηση της ορθογραφίας δεν αλλάζει τίποτα.


Κέρδος χρόνου; Ίσως για αυτόν που γράφει (π.χ. ένα SMS), αλλά ποιος υπολογίζει το χρόνο που χάνει ο αναγνώστης στην προσπάθειά του να αποκρυπτογραφήσει το ανορθόγραφο κείμενο, να αποκλείσει τις λανθασμένες ερμηνείες, να αποκαταστήσει τις ετυμολογικές και νοηματικές συνδέσεις;. Οι λέξεις δεν είναι μόνο φωνήματα, αλλά και διαφοροποιημένες γραμματικές δομές, που συνδέονται με τα νοήματα. Οι λέξεις εξαρτούν το είναι τους από το πώς γράφονται.


Είναι η ορθογραφία κοινωνικά προσδιορισμένη; Όχι, αν και η ορθογραφία είναι αναμφισβήτητα καλύτερα εμπεδωμένη στο αριστοκρατικό Πασί σε σχέση με τα εργατικά προάστια. Η ορθογραφική δεξιότητα όμως διαπερνά κοινωνικές τάξεις και οικονομικά κριτήρια. Εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα της αρχικής εκπαίδευσης, εξ ου και η ανάγκη για ομοιομορφία των προγραμμάτων διδασκαλίας.


Όσο για την εξαφάνιση της γραπτής επικοινωνίας, την προφητεύουν από τη δεκαετία του '60. Εις μάτην: βιογραφικά, εκθέσεις και αναφορές, ηλεκτρονικά μηνύματα, σημειώματα... Ένα σωρό μορφές επικοινωνίας εξακολουθούν να είναι αποκλειστικά γραπτές.


Τέλος, το νόημα εξαρτάται αναγκαστικά από την ορθογραφία, όπως αποκαλύπτουν αρκετά ανέκδοτα: η ορθογραφία είναι ο τελικός κριτής του νοήματος, και του ύφους της γλώσσας.


Η απαξίωση της ορθογραφίας βασίζεται σε μια σοφιστεία. Δεν πρόκειται περί άρνησης των της εξουσίας των κανόνων, αλλά περί μιας ακόμα εκδήλωσης μιας γενικευμένης αδιαφορίας. Από τον «ήρωα» με όμικρον, έως τις απιθανότητες των διαφημίσεων, αυτή η αδιαφορία είναι πανταχού παρούσα.


Κι όμως η ορθογραφία καλλιεργεί την προσήλωση στο κείμενο και ως τέτοια ενισχύει τη σκέψη. Δε λείπουν οι φιλοσοφικές παραδόσεις που τόνισαν την αναπόσπαστη σχέση μεταξύ της ορθογραφίας και της απαιτητικής και βαθυστόχαστης σκέψης. Όχι: αν καταργήσουμε την ορθογραφία δεν θα ξεφορτωθούμε μια ενοχλητική παλιατζούρα ή μια άχρηστη τυπολατρία, αλλά την ίδια τη σκέψη.


Και μιας που στο δημόσιο λόγο γίνεται λόγος περί «ταυτότητας», με έναν τρόπο που η συλλογική υστερία ανταγωνίζεται την προχειρολογία, ας ακούσουμε τη έχει να μας πει ο Καλβίνο (Calvino) για τη σχέση μας με τη γλώσσα και την ταυτότητά μας, εθνική ή μη: «όλα μπορεί να αλλάξουν, αλλά όχι η γλώσσα της οποίας είμαστε φορείς, ή που -καλύτερα- είναι εκείνη φορέας μας, και μάλιστα με πολύ πιο αποκλειστικό και τελεσίδικο τρόπο από ότι υπήρξε ποτέ ακόμα κι αυτή η κοιλιά της μάνας μας».


πηγή: http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=5897&LID=1

Δεν υπάρχουν σχόλια: