Σιγά- σιγά, ευγενικέ αναγνώστη, συνηθίζουμε τα ξένα ήθη. Όμως αυτό δεν πειράζει καθόλου. Οι Έλληνες είμαστε καταδεχτικός λαός, φιλόξενος, δεν είμαστε εχθρικοί με το ξένο. Πάντα δεχόμαστε το ξένο, για να το αποδώσουμε στους άλλους καλύτερο, όχι για να τους επιβάλουμε το δικό μας. Εκείνο που πειράζει είναι ότι ,τώρα, στην εποχή αυτή, την άμορφη και τη χαοτική, κι εμείς οι Έλληνες , πιο μιμητικοί από όλους τους λαούς, συνηθίζουμε τα ξένα ήθη και ξεχνάμε ή καταφρονούμε τα δικά μας. Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, οι οποίοι όμως δεν είναι του παρόντος.
Πράγματι δεχόμαστε πολλά ξένα, που είναι λιγότερο ή περισσότερο εύκολο να τα δεχτεί κανείς . Υπάρχουν όμως και πολλά ξένα που είναι εντελώς απαράδεκτα για την δική μας ψυχοσύνθεση και για τη δική μας νοοτροπία και γενικά για τον πολιτισμό μας.
Σε καμιά εποχή ούτε στην αρχαία , ούτε στη σημερινή, οι Έλληνες δεν θεωρούσαν τους ανθρώπους δίχως αξία. Ακόμα και τους δούλους, όταν υπήρχαν δούλοι στην αρχαία Ελλάδα, τους είχαν σαν παιδιά τους και τους ονόμαζαν «παίδες». Ο παις μου ασθενεί είπε ο Εκατόνταρχος του Ευαγγελίου στον Ιησού, και τον ικέτευσε να τον θεραπεύσει, λυπημένος σαν να πρόκειται για το παιδί του.
Σε άλλα μέρη όμως οι άνθρωποι στερούνταν ακόμα και την ιδιότητα του ανθρώπου. Π.χ. στο Βιετνάμ ονόμαζαν «λιγότερο από σκόνη» το παιδί που γεννήθηκε από Αμερικανό πατέρα και Βιετναμέζα μητέρα και το έδιωχναν και οι ίδιες οι οικογένειές τους. Στις Ινδίες υπήρχαν 39 κάστες. Οι ανώτερες κάστες ήταν κληρονομικές, όπως περίπου γίνεται τώρα σε μας στην πολιτική, όπου τα αξιώματα μεταβιβάζονται στους γόνους των οικογενειών των πολιτικών. Στις Ινδίες , στις κατώτερες κάστες ολοένα λιγόστευαν τα δικαιώματα όσο κατέβαινες πιο χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα, μέχρι που εξέλιπαν τελείως. Υπήρχαν άνθρωποι χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα. Ήταν οι παρίες, αυτοί που δεν ανήκαν σε καμιά απ΄ τις 39 κάστες. Αυτοί ήταν σε χειρότερη μοίρα κι απ΄ τους σκύλους.
Πριν μερικές δεκαετίες, όταν οι Έλληνες γνωρίζαμε για πρώτη φορά τους ξένους τα διαφορετικά ήθη τους μας φαίνονταν σαν παραξενιές και μπορούσε κανείς να γελάσει μαζί τους. Οι τουρίστες π.χ. έδιναν την ευκαιρία στους γελοιογράφους της εποχής να τους διακωμωδούν.
Μια φορά στην Κάλυμνο, το καλοκαίρι , φιλοξένησα στο σπίτι μου κάποιον πανύψηλο ξένο, γνωστό ενός φίλου μου. Οι Καλύμνιοι που είναι δεμένοι, όσο κανείς με το νησί τους δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να προσελκύσουν ξένους, άλλωστε οι περισσότεροι ήταν οι ίδιοι ξενιτεμένοι και είχαν πείρα από τις συνήθειες των ξένων. Κοιμούνταν λοιπόν απ΄ τις εννιά η ώρα το βράδι. Στο νησί δεν ακουγόταν παρά μόνο της νύχτας το τριζόνι. Καθόμασταν με το φιλοξενούμενό μου στο μπαλκόνι, στο σπίτι μου που βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου. Ακόμα και η ομιλία του , είχε βροντερή φωνή που έχουν οι βόρειοι λαοί και ακουγόταν σε όλη την Πόθια, την πρωτεύουσα του νησιού. Όταν όμως άρχισε να τραγουδάει , δεν ακουγόταν μόνο στην πόλη, αλλά η φωνή του έφτανε και μέχρι το μοναστήρι των Αγίων Πάντων που βρίσκεται ψηλά στο αντικρινό βουνό.
Σε μας όταν ανταμώσουμε δυο ξένοι προσπαθούμε να ρίξουμε γέφυρες επικοινωνίες μεταξύ μας και προσέχουμε ο ένας τον άλλον. Ο ξένος δεν προσέχει τον άλλο. Προσέχει τον εαυτό του, τη βολή του και ξεχνάει τον άλλον, και τον θυμάται μόνο όταν τον έχει ανάγκη. Ιδίως αν ήσουν γέρος μπορούσες να ρωτήσεις τον άλλον από πού είναι, αν είναι από γνωστό μέρος, τίνος παιδί είναι, τι δουλειά κάνει, πότε ήρθε πότε θα φύγει.
Αν τώρα κάνεις αυτές τις ερωτήσεις σε κάποιον ιδίως εκ του πρώην ανατολικού μπλοκ , όπου ο κόσμος έχει συνηθίσει στην καχυποψία, λόγω των ολοκληρωτικών καθεστώτων, το λιγότερο ο άνθρωπος αυτός είναι να σου θυμώσει και να σε αποφεύγει σαν εχθρό του. Μιλούσα κάποτε με έναν ποδηλάτη απ΄ τα ανατολικά αυτά κράτη. Ήταν λαλίστατος για όλα τα θέματα. Όταν τον ρώτησα από πού είναι έγινε κατακόκκινος από θυμό και δεν ήθελε πια να κάνει καμιά κουβέντα μαζί μου. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έμαθαν στους υπηκόους τους να μην έχουν πατρίδα , χάριν του διεθνισμού.
"Ρεθεμνιώτικα Νέα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου