14.3.10

Αυτοβιογραφικό

Του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

Συνάντησα το Γιάννη στην εκκλησία την ώρα που παίρναμε αντίδωρο από το χέρι του ιερέα. Μου έσφιξε το χέρι λέγοντάς με ότι χαίρεται να διαβάζει τα κείμενα που δημοσιεύω στην «Ελευθερία». Είναι αλήθεια, πως ό,τι κι αν κάνουμε χρειαζόμαστε ενθάρρυνση, ακόμα κι αν βρισκόμαστε εις τα δυσμάς του βίου. Πολύ περισσότερο όμως είναι ευπρόσδεκτα τα ενθαρρυντικά λόγια όταν ασχολείσαι με οτιδήποτε έχει σχέση με την τέχνη. Στην τέχνη, ( και το γράψιμο τέχνη είναι), ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε αποδεχθούν και πότε θα σε απορρίψουν. Ακόμα κι ο Γιαννούλης Χαλεπάς να είσαι θα βρεθεί κάποιος να σε απορρίψει ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά. στο έργο που θυσίασες μπορεί και δέκα χρόνια απ΄ τη ζωή σου για να το δημιουργήσεις.
Από μικρός ήθελα να γίνω σωφέρ. Δεν υπήρχε ίσως παιδί της ηλικίας μου τα χρόνια εκείνα, να μη θέλει να γίνει σωφέρ. Ήταν μετά τον πόλεμο, είχαν έρθει τα πρώτα αυτοκίνητα στο χωριό στρατιωτικά τα πιο πολλά, τζέϊμς, τζιπ, τριών τετάρτων, καναδάδες. Ο σωφέρ εκείνη την εποχή που έκανε μια μέρα να διανύσει ένα δρόμο σαράντα πέντε χιλιομέτρων πάνω στα βουνά ήταν ένας ήρωας στα μάτια μας. Ίσως γιατί κάθε διαδρομή ήταν μια νίκη ή γιατί υπήρχε μεταξύ τους μια αλληλεγγύη που ένωνε όλους τους οδηγούς των φορτηγών αυτοκινήτων , καθώς αντιμετώπιζαν τους ίδιους κινδύνους, το να πέσουν επάνω σε νάρκη, να τους παρασύρει το ρεύμα του ποταμού ή να φύγουν έξω απ΄ το δρόμο και να πέσουν στο γκρεμό.
Ένας εξάδελφός μου, ο Ζήσης, που υπηρετούσε στο στρατό ως οδηγός στρατιωτικού τζιπ είχε τιναχτεί πολλά μέτρα μακριά, όταν το αυτοκίνητό του πάτησε νάρκη, που σκότωσε όσους επέβαιναν σ΄ αυτό. Ο Ζήσης ξέροντας την αγάπη που είχα για την οδήγηση , με άφηνε πότε- πότε να κρατάω το τιμόνι στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο αμπέλι του παππού μου Αγγελάκη, στη Δεσκάτη Γρεβενών. Αν εξαιρέσω την αγάπη που είχα για τον παππού μου, για το αμπέλι και για το σκύλο μας, τον Λέοντα, τίποτε δεν μου έδινε τόση χαρά όση να κρατάω για λίγα μόνο λεπτά το τιμόνι , σε κείνο το όμορφο τζιπ. Κανένα αυτοκίνητο δεν είχε αυτό το μαλακό τιμόνι του αμερικάνικου τζιπ της εποχής του Β΄ παγκοσμίου πολέμου!
Αργότερα όταν πήγα στο γυμνάσιο ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ζήλευα αυτούς που έγραφαν βιβλία ιδίως βιογραφίες και αυτοβιογραφίες, αλλά δεν αγαπούσα το γράψιμο. Δεν αγαπούσα τα μυθιστορήματα. Δεν ήθελα να γράφω ψέματα. Έγραφα μικρά ποιήματα και διηγήματα που αναφέρονταν σε πραγματικά περιστατικά. Μερικά δημοσιεύονταν στις τοπικές εφημερίδες, στη Λάρισα. Θυμάμαι με τι λαχτάρα έβγαινα πρωί πρωί έξω στους δρόμους πολύ ώρα πριν κυκλοφορήσουν οι εφημερίδες αψηφώντας το κρύο, τη βροχή ή το χιόνι, για να δω το έργο μου τυπωμένο. Το ίδιο έκαναν κι οι φίλοι που έγραφαν εκείνη την εποχή ο Νίκος, ο Φίλιππος, ο Ρούλης…
Ο Ρούλης διακρινόταν στην ποίηση και στην απαγγελία και πήρε κάποιο βραβείο ποιήσεως. Ο Νίκος βραβεύτηκε σε όλους τους διαγωνισμούς που έλαβε μέρος. Όσο για μένα δεν πιστεύω στα βραβεία γι’ αυτό και δεν με βράβευσε κανείς.
Στα βιβλία που διάβαζα μου άρεσε να υπογραμμίζω όλα εκείνα που πίστευα ότι θα με βοηθούσαν στη ζωή μου. Αν σ΄ ένα βιβλίο δεν υπήρχε τίποτε άξιο να υπογραμμιστεί λυπόμουν γιατί πήγε χαμένο το διάβασμα. Φαντάσου τι χαρά ένιωσα όταν κάποιος διάσημος συγγραφέας, με τον οποίο αργότερα γίναμε φίλοι, μου είπε, ότι θα ήθελε να γράψει κάποτε ένα βιβλίο με όλα αυτά που υπογραμμίζει κανείς σ΄ ένα βιβλίο!
Στο γυμνάσιο, φοίτησα στο δεύτερο γυμνάσιο αρρένων Λαρίσης όπου όλοι οι καθηγητές ξεχώριζαν ο καθένας σε κάτι. Κανείς δεν ήταν αυτό που λέμε «γκουάρντα ε πάσσα». Και πάντοτε το προβάδισμα το είχε ο φιλόλογος της τάξης. Αυτός ήταν ο καθηγητής μας, που έδινε την ενότητα στη διδασκαλία και στο ήθος. Η παρακμή της παιδείας που ζούμε σήμερα είναι σκόπιμη και επιτεύχθηκε με την υποτίμηση του κύρους του φιλολόγου. Δυστυχώς ούτε οι ίδιοι οι φιλόλογοι γνωρίζουν σήμερα την μεγάλη συμβολή στην εκπαίδευση των νέων και στην ανανέωση της κοινωνίας. Ο στόχος είναι να μην μάθουν οι νέοι να σκέφτονται, για να είναι εύκολη η χειραγώγηση των ανθρώπων. Για τον ίδιο λόγο καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή στην εκπαίδευση κι αντικαταστάθηκε με το σύμβουλο, που δεν έχει την ίδια ουσιαστική συμβολή στην εκπαίδευση.
Στις εκθέσεις στο γυμνάσιο δεν ήμουν καλός. Δεν έγραφα πολλά κι αυτά που έγραφα ήταν σκέψεις που είχα αντιγράψει από τα βιβλία που διάβαζα. Όλο το κείμενο της έκθεσης ήταν τι είπε ο ένας συγγραφέας και τι είπε ο άλλος επάνω στο θέμα ή και εκτός θέματος.
Μια φορά σε μια έκθεση στο φροντιστήριο του Θεάκου στην Αθήνα έκανα συρραφή από σκέψεις καμιά δεκαπενταριά συγγραφέων αναγράφοντας και τα ονόματά τους. Ο φροντιστής φιλόλογος τρόμαξε. Διάβασε την έκθεσή μου σε όλη την τάξη σαν υπόδειγμα κακής έκθεσης. Ευτυχώς δεν γέλασε κανείς γιατί ήμουν υπερευαίσθητος και θα υπέφερα πολύ. Στους γονείς μου που ήρθαν στην Αθήνα και ρώτησαν πώς πηγαίνω, ο διευθυντής του φροντιστηρίου τους είπε να με πάρουν. «Τζάμπα ξοδεύεστε γιατί δεν έχει καμιά ελπίδα να πετύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο», είπε. Οι γονείς μου προτίμησαν να με αφήσουν να συνεχίσω το φροντιστήριο. Μια φορά που ένας θείος μου μαραγκός είπε αστεία να με πάρει στη δουλειά αφού δεν τα παίρνω τα γράμματα, τα μάτια μου γέμισαν δάκρια.
Παρόλα αυτά πέτυχα στη νομική την οποία δεν αγαπούσα καθόλου και ίσως χάρις στην αντιπάθειά μου για τους νόμους αγάπησα το γράψιμο γιατί γράφοντας ξεχνούσα τη νομική. Ο τρόπος που έγραφα από μικρός έμεινε ο ίδιος μέχρι τώρα. Για το φίλο μου από τα μαθητικά μας χρόνια ,το Λουκιανό, είναι καιρός πια να σταματήσω να γράφω τα σοφά λόγια των άλλων. «Πίστεψέ με, δεν χρειάζεσαι άλλο πατερίτσες», λέει. Μα εγώ θέλω να είμαι ένας αναμεταδότης. Δεν μ’ αρέσει να κάνω την αυθεντία γιατί δεν είμαι.
Μου φτάνει η χαρά να γράφω με τον τρόπο που μου αρέσει και που μου άρεσε πάντα. Ο Αμερικανός χιουμορίστας συγγραφέας Σύδνεϋ Τζότζεφ Πέρελμαν όταν ρωτήθηκε γιατί γράφει είπε: «γράφεις για να πάρεις πίσω αυτό που στα παιδικά σου χρόνια υπέφερες απ’ τις βρισιές και τις προσβλητικές εκφράσεις. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος μου. Αποφάσισα εδώ και πολύ καιρό, πως οτιδήποτε κι αν συμβεί δεν πρόκειται να γίνω ένας ταλαίπωρος γέρος άνθρωπος. Ενόσω μπορώ να γράψω δεν θα γίνω ποτέ».
Σύμφωνα με το μύθο για τον σπορέα των αστεριών, κάποιος έσπερνε αστέρια που δεν φαίνονταν την ημέρα με γυμνό μάτι. Τη νύχτα όμως με ξαστεριά έλαμπαν στον ουρανό. Σαν τον μυθικό σπορέα των αστεριών θα γράφω κι εγώ τις σκέψεις μου ακόμα κι αν δεν τις διαβάζει κανείς. Αν είναι αληθινές ο Θεός θα τις θεωρεί σαν να τις διαβάζουν όλοι!

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ:
Απουσία, έλαβα μόνο την αρχή του σχολίου σου.
Σε ευχαριστώ. Κοντεύει μία η ώρα κι εγώ έγραφα
κάτι για τα κρυφά σχολειά. Σβύστηκε κι αυτό
μαζί με το σχόλιό σου, αλλά το έχω στο μυαλό μου
και θα το ξαναγράψω.
Τώρα αντί "καλημέρα", "καλησπέρα" και "καλό βράδυ"
πρέπει να λέμε "καλό ηθικό και καλή διάθεση" που
σημαίνουν δυνατό, ελεύθερο πνεύμα και διάθεση
να μην κατακρίνεις και να μην απωθείς, γιατί αυτά
τα δυο μας αρρωσταίνουν. Ο Εχθρός μας πολεμάει με
το να μας δίνει συνεχώς τροφή να κατακρίνουμε και
να απωθούμε. Μιμείται τον πειρασμό που θέλει να
τον έχουμε πάντα στο νου μας και να μη σκεφτόμαστε
τ΄ποτε άλλο εκτός από αυτόν. Έτσι όμως συνηθίζουμε
στην ήττα και δεν έχουμε σθένος να τον πολεμήσουμε.
Η εποχή αυτή έχει μετατρέψει το κακό σε επιστήμη!
Γράψε μου πάλι.
Μ.Λ.

2 σχόλια:

apousia είπε...

Συνεχίστε να σπέρνετε αστέρια!
Όλοι χρειαζόμαστε φως-άλλος περισσότερο,άλλος πιο λίγο-για να κάνει λιγότερο πηχτό το σκοτάδι μας..

Καλή υπόλοιπη Σαρακοστή και καλή Ανάσταση!

Μαρίνα

Σαλογραια η Ευαν.Παναγοπούλου-Κουτσούκου είπε...

Κύριε Λαγκουβάρδε!
Όσο σε διαβάζω σε αγαπάω και περισσότερο!
Κατά το μακαρίτη το Γιουνγκ μου φαίνεται ότι είσαι ο animus που θα μπορούσα να έχω!
:-)
Και γω ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ ΤΙΣ ΨΕΜΑΤΑ ΟΣΟ ΔΕ ΦΑΝΤΑΖΕΣΑΙ.
ΓΙ ΑΥΤΟ ΕΠΙΘΥΜΩ, Ο,ΤΙ ΓΡΑΦΩ, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΙΤΕ ΔΙΚΗ ΜΟΥ, ΕΙΤΕ ΚΑΠΟΙΟΥ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
Σχετικά με τους φιλόλογους στο σχολείο, έχεις δίκιοοο!
Μια κολλητή μου, πριν λίγα χρόνια, σκέφτηκε να βάλει θέμα για έκθεση με τη λέξη ΑΡΕΤΗ μέσα, και οι μαθητές ίσα που δεν την μάδησαν.
Τους ήταν παντελώς άγνωστη και ανυπόφορη η λέξη ΑΡΕΤΗ, της είπαν!
Μετά...
Μετά...φτάσαμε στο ΔΟΥΝΟΥΤΟΥ...
Περαστικά μας!
Ο Κύριος να σε ενισχύει!