11.3.10

Ερώτηση κι απάντηση

Του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

Μια απορία που είχα όταν ήμουν τριάντα χρονών λύθηκε ύστερα από σαράντα χρόνια! Πόσο αργά καταλαβαίνει ο άνθρωπος μερικά πράγματα! Η απορία μου ήταν για τη Θεία Πρόνοια, πώς γίνεται άλλοτε να εκδηλώνεται κι άλλοτε όχι, αφού ο Θεός αγαπάει όλους τους ανθρώπους. Ο Θεός βρέχει επί δικαίους και αδίκους, λέει το Ευαγγέλιο.
Βρισκόμουν εγχειρισμένος στην κλινική «Παναγία», στη Θεσσαλονίκη, όταν διάβασα για ένα γεγονός που συνέβη στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού μιας πόλης στην Ιαπωνία μια βόμβα έπεσε πάνω σ΄ ένα ορφανοτροφείο και σκότωσε τα μικρά ορφανά παιδιά που έμεναν εκεί. Στην ίδια γειτονιά, λίγο πιο πέρα απ΄ το ορφανοτροφείο, υπήρχε ένας οίκος ανοχής που έμεινε άθικτος.
Η απορία μου δεν ήταν μόνο διανοητική, κάτι που δεν θα με πείραζε κι αν δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ήταν απορία που με απογύμνωνε από όλα τα πνευματικά μου εφόδια. Η ψυχή μου έμενε απροστάτευτη στο φόβο και στην αγωνία. Αν ο Θεός και η Θεία Πρόνοια δεν υπήρχε η ζωή μου δεν είχε νόημα κι εγώ δεν ήμουν αληθινός. Ήμουν απλώς ένα έμβιο ον όπως το κουνούπι και το μυρμήγκι, κάτι που υπήρχε στην τύχη ή δεν υπήρχε από τη μια στιγμή στην άλλη. Μόνο αν υπήρχε ο Θεός ήμουν κι εγώ αληθινός. Είχα ανάγκη να ξέρω ότι η ζωή μου έχει νόημα ότι δεν ήμουν μόνο σάρκα που αισθάνεται το κρύο ή τη ζέστη και ψυχή ανυπεράσπιστη στην αγωνία του θανάτου.
Η απορία μου γκρέμιζε το μόνο στήριγμα που είχα στο φόβο μου για την υγεία μου και για την ίδια τη ζωή μου, την προσευχή στον Κύριο Ιησού. Ωστόσο προσευχόμουν να γίνω καλά από την αρρώστια μου αγνοώντας την απορία μου που εμπόδιζε την προσευχή μου. Μπροστά στο φόβο και στον πανικό ήταν πολυτέλεια να ασχολούμαι με το να λύσω όλες τις απορίες μου για το Θεό. Σε τέτοιες καταστάσεις ο άνθρωπος σκύβει το κεφάλι, ταπεινώνεται μπροστά στο Θεό, αναγνωρίζοντας ότι ο νους του δεν φτάνει να καταλάβει ούτε τον ίδιο τον εαυτό του και τη ζωή του, πόσο μάλλον να καταλάβει το μυστήριο του Θεού και της Θείας Πρόνοιας.
Σκεφτόμουν πως και άλλοι προσευχήθηκαν να γίνουν καλά και η προσευχή τους δεν εισακούστηκε. Πώς γίνεται αυτό αφού ο Θεός αγαπάει όλους τους ανθρώπους; Η υγεία μου ύστερα από λίγες μέρες αποκαταστάθηκε, γύρισα στη συνηθισμένη καθημερινή μου ζωή κι έπαψα να σκέφτομαι την απορία μου, η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει τόσο βαθιά, που περίμενε σαράντα ολόκληρα χρόνια την απάντηση!
Στο χρονικό αυτό διάστημα έκανα κάποιες ασυνείδητες προσπάθειες να λύσω την απορία μου όπως όταν έγραψα το δοκίμιο για την ταινία του Μπονιουέλ «Βιριδιάνα» ή όταν διάβασα απνευστί το βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, «Το Ουράνιο Σχέδιο». Η κεντρική ιδέα και των δύο έργων είναι πως αφού υπάρχει το κακό, δεν υπάρχει Θεός και Θεία Πρόνοια. Ο Μπονιουέλ θεωρεί μάταιη την καλοσύνη κι η Ιζαμπέλ Αλιέντε ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος στη δυστυχία του είναι αβοήθητος και μόνο από τα παιδικά του χρόνια μπορεί να αντλεί σαν μέσα από μια δεξαμενή τη χαρά του. Η Αλιέντε έγραψε το βιβλίο της αυτό μέσα στη λύπη της για το θάνατο της κόρης της. Αναζήτησε με το γράψιμό της την παρηγοριά της στο Θεό αλλά μάταια. Ίσως αργότερα βρήκε αυτό που ζητούσε σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου Ιησού «ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι ανοιγήσεται».

Για μένα η απάντηση βρίσκεται στην αρχιερατική προσευχή του Κυρίου στην οποία προσεύχεται για την ενότητα των μαθητών Του. Ο Κύριος προσεύχεται να γίνουν οι μαθητές Του ένα, όπως ένα είναι και τα θεϊκά πρόσωπα. Ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους κατ΄εικόνα και ομοιώσή Του. Ο Αββάς Αλώνιος έγινε ο ίδιος αυτό που περίμενε να γίνουν οι άλλοι: «Σ΄ αυτόν το κόσμο μόνον εγώ κι ο Θεός είμαστε". Για τον Αββά Αλώνιο όλοι οι άνθρωποι είναι ένα.
Στο βιβλίο του "Η οδός των ασεβών" (Εκδόσεις Εξάντας,σελ.223-224, Αθήνα 1991 )ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ζιράρ κάνει μια ορθή παρατήρηση σχετικά με το θέμα αυτό. Γράφει πως ο μαθητής του Χριστού νιώθει κάποτε πως απατήθηκε και αλλάζει γνώμη και αναφέρει το περιστατικό με τους δυο μαθητές που μετά τα Πάθη του Χριστού εγκαταλείπουν την Ιερουσαλήμ και συζητούν στο δρόμο για την κατάρρευση των ελπίδων τους. "Είναι η στάση της σκεπτικιστικής αποθάρρυνσης και αμφιβολίας απέναντι σε μια αποκάλυψη της οποίας η αποτυχία έχει πλήρως επιβεβαιωθεί". "Η ίδια όμως αποθάρρυνση, παρατηρεί ο Ζιράρ,"προκαλεί την ανατροπή της και η καταστροφική και δύσπιστη στιγμή της κριτικής είναι ήδη ο Χριστός, που συμβαδίζει με τους μαθητές και τους εξηγεί τις Γραφές. Αλλά "οι οφθαλμοί αυτών εκρατούντο δια να μη γνωρίσωσιν αυτόν".
Το κείμενο το σχετικό με το Εμμαούς είναι , κατά το Ζιράρ,το πιο πολύτιμο από τα άλλα κείμενα του Ευαγγελίου,που μιλούν για τη Θεία Πρόνοια: "Το κείμενο αυτό" γράφει, "αστράφτει σαν φως, ψυχρά και μάλιστα αμείλικτα ορθολογικό με μια έννοια, και εντελώς το αντίθετο ταυτόχρονα,απαράδεκτο για τα μάτια του κόσμου, τρελό, αυτοδιαψευδόμενο, αφού μιλάει για το Χριστό, αφού ο Χριστός μιλάει μέσω αυτού, αφού καθιστά πραγματικά έγκυρες ελπίδες που μοιάζουν τελείως παράλογες και, στις μέρες μας μάλιστα από τις πιο ένοχες. Δεν υποδηλώνει μήπως, ότι όλες οι αληθινές επιθυμίες μας θα εκπληρωθούν ταυτόχρονα;"

«Και είπον προς αλλήλους. Δεν εκαίετο εν ημίν η καρδία ημών, ότε έλάλει προς ημάς καθ΄οδόν και μας εξήγει τα γραφάς;»(Κατά Λουκάν, ΚΔ, 32).

Δεν υπάρχουν σχόλια: