19.1.09

Μόσχος Λαγκουβάρδος, Μια απάντηση

Ο τραγικός αυτός νέος κατάλαβε ( κρίμα τόσο αργά, όταν πια δεν είχε δυνάμεις να ζήσει), ότι αν θέλουμε να ζούμε αληθινά, πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.Λίγο πριν πεθάνει πέταξε το ψευδώνυμο "Alexander" και έγραψε τα στερνά του λόγια προς τους άλλους: "Αντίο, ο Θεός να σας ευλογεί" με το αληθινό του όνομα, "Κρίστοφερ".
Θα σου πω κάτι πολύ φιλικά, όπως φιλική είναι απ΄ την αρχή όλη αυτή η συζήτηση:Το βρίσκεις ωραίο να σου μιλώ ή να σου γράφω με το όνομά μου και να μην ξέρω ποιο είναι το δικό σου;
Εγώ δεν το βρίσκω ωραίο για μένα και ποτέ δεν το έχω κάνει. Σε μια σχολική μου φωτογραφία όπου είμαστε όλα τα παιδιά της τάξης, εξήντα περίπου, είναι όλοι ντυμένοι με εθνικές ενδυμασίες εκτός από μένα, που δεν θέλησα να φορέσω άλλα ρούχα από αυτά που φορούσα πάντα. Πάντα οι μάσκες και το κρύψιμο του προσώπου και της υπόστασης του άλλου με φόβιζε. Στη Λάρισα πριν μερικά χρόνια μπήκε κάποιος μασκοφόρος σε μια καφετέρια στην πλατεία Ταχυδρομείου, σκότωσε κάποιον νέο, που έπινε τον καφέ του εκεί και έφυγε με την ησυχία του, σαν να μην συνέβη τίποτα. Θα έκανε το ίδιο , αν δεν κρυβόταν κάτω απ΄ τη μάσκα;
Το κρύψιμο της αληθινής ταυτότητας του προσώπου εκτός των άλλων, δεν βοηθάει στην επικοινωνία και εμείς αγαπάμε την επικοινωνία. Ακόμα δεν γίναμε σαν τους ξένους που χανόνται πίσω απ΄ την εφημερίδα τους μ΄ ένα μπουκάλι μπύρα μπροστά τους. "Εμείς στο καφέ επικοινωνούμε ακόμα και με τη σιωπή.
Ήρθε κάποτε ένας ξένος σ΄ ένα καφέ όπου καθόμουν στη άκρη στον τοίχο, ώστε να βλέπω και να με βλέπει ο σερβιτόρος που έστεκε απέναντί μου, πίσω απ΄ το μπαρ. Το καφέ ήταν εντελώς άδειο. Ο ξένος ήρθε και κάθησε στο τραπέζι που ήταν μπροστά μου με γυρισμένες τις πλάτες προς εμένα. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο άνθρωπος δεν ήθελε καμιά επικοινωνία μαζί μου. Κανένας Έλληνας δεν θα το έκανε αυτό ποτέ. Πρώτα πρώτα το γύρισμα της πλάτης στον άλλο είναι ένδειξη υποταγής. Αν γυρίσεις την πλάτη σου σ΄ένα σκύλο και σκύψεις λίγο θα καταλάβει ότι παίρνεις παθητική στάση. Έτσι κάνουν μεταξύ τουςοι σκύλοι. Και τα άλλα ζώα το ιδιο κάνουν.
Στη δική μας παράδοση, στα χωριά μας , οί απλοί άνθρωποι, το πρώτο που έλεγαν ήταν το όνομά τους, ύστερα από που είναι, τι δουλειά κάνουν, ποιους κοινούς γνωστούς έχουν κλπ όλα αυτά με την βαθύτερη απαντοχή της άμεσης επαφής, αντί των παιχνιδιών της υποκρισίας, αυτών που δεν πιστεύουν στην ειλικρινή επικοινωνία, που θεωρούν την κοινωνία σύμβαση και την επαφή ανειλικρινής (τυπική, συμβατική) την δε αγάπη ανέφικτη.
Ρώτησα κάποτε έναν ξένο ποδηλάτη από κάποιο κράτος του υπαρκτού σοσιαλισμού, ποια είναι η πατρίδα του και ενώ ήταν λαλίστατος σε όλα τα άλλα, κοκκίνησαν τα μάτια του απ΄το θυμό του γιατί δεν ήθελε να πει τον τόπο του, από που είναι.
Μα τι τους έκαναν αυτούς τους ανθρώπους;
Δεν είχε πατρίδα , δεν είχε παιδικά χρόνια, παιχνίδια, τραγούδια, φίλους;
Στην Αμερική σήμερα το μπόνο που ενδιαφέρει τους νέους είναι να βρούνε δουλειά. Τί κρίμα!
Μόνο η εργασία καιη χρησιμότητα έχουν αξία; Δεν αξίζει ο άνθρωπος ως άνθρωπος; Τώρα που ο τεχνικός πολιτισμός τείνει να καταστήσει άχρηση την εργασία.
Κρύψιμο είναι και τα σκούρα γιαλια που είναι της μόδας. Κρύβουν ό,τι πιο εκφραστικό έχει ο άνθρωπος, τα μάτια του., Πϊστεψέ με, ότι οι δρόμοι με τα κινητά και τα σκούρα γιαλιά έγιναν πιο έρημοι από ποτέ και πιο επικίνδυνοι. Δεν βλέπεις πια τα ωραία μάταια των γυναικών και δεν επικοινωνεί η μια ψυχή με την άλλη. Καθένας στο δρόμο, ανήκει στον κόσμο του. Και ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Απογοητευτικός.Έίναι η δουλειά, το διάφορο, η ανάγκη, η αντιπαροχή...Τίποτα δε γίνεται χωρίς να περιμένεις πληρωμή.
ΔΕν είναι αυτό δουλέία;Όλα γίνονται είτε γιατί περιμένουμε πληρωμή ή γιατί φοβούμαστε. Τα αισθήματα της αγάπης και της φιλίας είναι ανύπαρκτα. Αυτός είναι ο κόσμος για χάρη του οποίου χρησιμοποιούμε τα μαύρα γιαλιά της ανωνυμίας και τα κινητά που μεγάλωσαν το χώρο της σκλαβιάς, ώστε να περιέχουν όλες τις εκδηλώσεις των δούλων, όπως γινόταν στην δουλοπαροικία,στην οποία οι άνθρωποι ανήκαν στη γη και οι ιδιοκτήτες τους πουλούσαν μαζί με τα χωράφια. Όλα συνέβαιναν εκεί. ΣΤη γη γεννιούνταν, μεγάλωναν, δούλευαν, και πέθαιναν.

1 σχόλιο:

Iptamenos Ollandos είπε...

Δεν ξέρεις πόσο συμφωνώ στα περισσότερα από αυτά που λες. Είμαι από τους λίγους ανθρώπους που δεν έχω κινητό για να καταλάβεις, παρά το σχετικό νεαρό της ηλικίας μου.

Όμως το "νόμισμα" έχει πάντα δύο όψεις και επειδή εγώ γνωρίζω για εμένα αν προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί σου (και πίστεψε με και εγώ ένας ανώνυμος μπορώ να αγαπήσω την επικοινωνία) θα σου πω την δική μου άποψη και ελπίζω να μην προσβληθείς.

Το ψευδώνυμο μου είναι πραγματικά αυτό που εμποδίζει την επικοινωνία. Σ'αυτό έχεις δίκιο. Αλλά εσύ είσαι που δεν ρίχνεις τον εγωισμό σου να μιλήσεις σ'εναν άγνωστο που κάθισε απέναντι σου σε μία καφετέρια, όχι με την πλάτη αλλά κατάφατσα, σε κοιτάει και σου μιλάει αλλά μάταια. Ποιός έχει τώρα την παθητική στάση;

Λες ότι εσύ μου λες το όνομα σου αλλά εγώ δεν στο ζήτησα. Επειδή το δίνεις εσύ απλόχερα θα έπρεπε να το δίνω και εγώ; αν έδινα εγώ την διεύθυνση και το τηλέφωνο μου θα ήταν λογικό να περιμένω και από σένα το ίδιο και για όσο δεν το έκανες θα σε αποκαλούσα ανώριμο;

Αυτό που νομίζω συμβαίνει είναι ότι δεν καταλαβαίνεις ότι βρισκόμαστε σε μια νέα είδους καφετέρια όπου έχουμε την ευκαίρια να μιλάμε από την Ολλανδία στην Ελλάδα αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να γνωρίζουμε πραγματικά στοιχεία γιατί πίστεψε με από αυτή την απόσταση και από την οθόνη του υπολογιστή το όνομα Μοσχος Λογκουβάρδος μου μοιάζει ακριβώς το ίδιο με το Δημήτρης Δημητρακόπουλος (τυχαίο όνομα). Αν σούλεγα ότι με λένε φερειπείν Δημήτρη τι θα άλλαζε στην κρίση σου και στην εμπιστοσύνη σου; Αφού δεν το ξέρεις σίγουρα, επαφίεσαι στην καλή μου θέληση ότι αυτό είναι το πραγματικό μου όνομα.

Μιλάς για γυαλιά ηλίου και σωστά λες κρύβουν τα μάτια και εμποδίζουν μια συνομιλία τετ α τετ. Είναι όμως η συνομιλία μέσω υπολογιστή τετ α τετ; Δεν μπορούμε να δούμε ο ένας τα μάτια του άλλου.

Εσύ νομίζω ότι κολλάς σε 2-3 κομμένα δέντρα και δεν θέλεις να χαρείς το δάσος που μπορεί να σου προσφέρει αυτή η νέα καφετέρια. Είπα και σε προηγούμενες αναρτήσεις μου ότι είναι δικαίωμα σου και το σέβομαι. Απλώς δεν βρίσκω τους λόγους που μου προσφέρεις ικανοποιητικούς και γιαυτό (κακώς οφείλω να ομολογήσω) επιμένω.

Δεν είναι στις προθέσεις μου να σε προσβάλλω, ούτε να σε ενοχλώ, ούτε να καταναλώνω τον πολυτιμο χρόνο σου. Γιαυτό ας αφήσουμε εδώ τα πράγματα, ο καθένας με την άποψη του και συγνώμη αν είπα κάτι παραπάνω απ'ότι έπρεπε.
Έφταιγε η περιέργεια μου ίσως.

Καλό σου βράδυ από την βροχερή Ολλανδία.