27.8.08

Μόσχος Ε.Λαγκουβάρδος, Ο Θεός μας ξέρει

Ο Θεός μας ξέρει !
(Περί της αναίτιας θλίψης)


Στον Όλυμπο, καθώς ανεβαίνεις προς την κορυφή, υπάρχουν δίπλα σου χαράδρες όπου το χιόνι δε λιώνει ποτέ. Εκεί φυτρώνουν πανέμορφα αγριολούλουδα που βγαίνουν μέσα απ΄ το χιόνι. Έτσι που είσαι μαθημένος απ΄ τη ζωή σου στον κόσμο, όπου όλοι περιμένουν ανταπόδοση, σου φαίνεται παράξενο που φυτρώνουν τόσο όμορφα αγριολούλουδα εκεί πάνω στην ερημιά , όπου κανένα μάτι δεν θα τα δει!
Παρόμοια ομορφιά θα βρεις και στις ψυχές των απλών και ταπεινών ανθρώπων , αυτών που είναι χαρούμενοι γιατί ο Θεός τους ξέρει και δεν αμφιβάλλουν ποτέ για την αγάπη του Θεού.
Θαυμάζω τους ανθρώπους αυτούς ,που έχουν διαρκή αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Η παρουσία του Θεού τους δίνει ό,τι χρειάζονται. Είναι χαρούμενοι και δε γκρινιάζουν γιατί κανένας δεν τους αγαπάει. Είναι ταπεινοί. Αντίθετα ο περήφανος είναι διαρκώς ταραγμένος . Το παραμικρό τον προσβάλλει.
Στην μακρά , ατέλειωτη αναζήτησή μου ( όταν δεν ήξερα τι ζητώ) , η πρώτη μου θετική συνειδητοποίηση ήταν ότι εκείνο που με θλίβει , που μου προκαλεί θλίψη χωρίς αιτία είναι η πικρή διαπίστωση ότι λείπει η αγάπη, η ένδειξη ότι εκεί δεν υπάρχει αγάπη. Αργότερα κατάλαβα ότι η απουσία της αγάπης που με πλήγωνε ήταν η αίσθηση της απουσίας του Θεού.
Συνεχίζοντας το μακρινό ταξίδι της κατανόησης έφτασα ακόμα πιο πέρα. Κατάλαβα ότι δεν ήταν η απουσία του Θεού εκτός από μένα, αλλά μέσα μου. Δεν με έθλιβε το ότι δεν μ΄ αγαπούσαν, αλλά το ότι εγώ δεν αγαπούσα. Η θλίψη δεν ήταν έξω από μένα στα πράγματα, αλλά ήταν σε μένα, στον τρόπο με τον οποίο έβλεπα τα πράγματα, (χωρίς αγάπη).
Θα σε βοηθήσουν να δεις καλύτερα το μηχανισμό της θλίψης δυο από τα πιο σπουδαία έργα της Αγίας Γραφής, ο Εκκλησιαστής και ο Ιώβ. Και τα δυο αυτά έργα μιλούν για τον αναίτιο πόνο, τον πόνο ενός αθώου και για την αναίτια θλίψη.
Αλλά δεν ωφελεί να τα διαβάσει κανείς από φιλολογικό ενδιαφέρον ή από αισθητική περιέργεια. Θα ανακαλύψει στα έργα αυτά τις βαθύτερες αιτίες του αναίτιου πόνου και της ατέλειωτης θλίψης, αν έχει ψάξει πρώτα βαθιά μέσα στον εαυτό του.
Κάθε φορά που ένιωθα θλιμμένος, δηλαδή σχεδόν πάντοτε, η εσωτερική μου φωνή με οδηγούσε προς τα εκεί όπου οδηγεί επίσης η μελέτη του Ιώβ: Στην εμπειρία της έσχατης ταπείνωσης, σ΄ αυτό που εκφράζουν τα λόγια «χους εί και εις χουν απελεύσει» (χώμα είσαι και στο χώμα θα πας) ή τα λόγια «γυμνός ήλθον και γυμνός απελεύσομαι» (Ιώβ).
Θα έπρεπε ύστερα απ΄ τη θετική αυτή διαπίστωση να παραιτηθώ απ΄ την προσδοκία της ανταπόδοσης. Να μη λυπάμαι γιατί «οι πλησίον με άφησαν κι οι φίλοι μου με ελησμόνησαν», αλλά να μου φτάνει και με το παραπάνω ότι ο Θεός με ξέρει, ότι δεν θα με αφήσει ποτέ κι ότι δεν θα με λησμονήσει ποτέ.
Θα θυμάμαι πάντα τα λόγια της μητέρας μου για τα ορφανά: «Ο Θεός ορφανά κάνει, εγκαταλειμμένα δεν κάνει». Αυτή είναι η συνολική εμπειρία ενός λαού με αρχαία παράδοση, του Ελληνικού.
« Μόνο αυτός θα σωθεί που είναι γραμμένος στο Βιβλίο της Ζωής». Μήπως το να είμαστε γραμμένοι στο Βιβλίο της Ζωής δεν είναι το ίδιο με το να μας ξέρει ο Θεός; Αλλά πόση ταπείνωση πρέπει να έχεις ,για να νιώσεις ότι ο Θεός σε ξέρει κι όχι εσύ το Θεό!
Μια ακόμα παρατήρηση θα την πω, απ΄ την προσωπική πείρα αυτή τη φορά, (όχι όλο απ΄ τα βιβλία), για να μη με ψέγουν οι φίλοι ότι γράφω ολοένα τι λένε οι άλλοι. Δεν τους αρέσει να είμαι απλώς ένας αναμεταδότης. Η παρατήρηση είναι ότι η αγάπη είναι μεταμορφωτική δύναμη. Οτιδήποτε βλέπεις με αγάπη μεταμορφώνεται και γίνεται για σένα μοναδικό. Αυτός ο τρόπος δεν έχει να κάνει τίποτα με τη θλίψη. Θλίψη είναι να βλέπεις τα πράγματα χωρίς αγάπη, να θέλεις να φύγεις γρήγορα από αυτά. Θλίψη είναι φυγή.
Αντί λοιπόν να έχουμε το πνεύμα της φυγής, να έχουμε το πνεύμα της φιλοξενίας, της αποδοχής. Μερικοί φιλοξένησαν αγγέλους, χωρίς να το ξέρουν. Τη φιλοξενία να μην τη λησμονούμε, λέει ο Απόστολος.
Οι Κρητικοί που είχαν πάντοτε μέσα τους το πνεύμα της φιλοξενίας είχαν πάντοτε καλή διάθεση κι έναν καλό λόγο για όλους. Πίστευαν ότι όλοι είναι καλοί κι οπωσδήποτε όλοι είναι καλόδεχτοι. Δεν τους είχε υποδουλώσει ο δαίμονας της φυγής, που κάνει τον άνθρωπο να μην τον χωράει ο τόπος και τον περιφέρει εδώ κι εκεί, ώσπου να βρει ευκαιρία να τον εξοντώσει. Οι Κρητικοί ήταν ευχαριστημένοι εκεί όπου βρίσκονταν. Δεν είχαν την αναίτια θλίψη μέσα τους χάρις στο πνεύμα της φιλοξενίας.
Τώρα πώς είναι οι Κρητικοί; Είναι θλιμμένοι; Δεν έχουν ένα καλό λόγο ο ένας για τον άλλον;. Δεν παίζουν λύρα; Δεν τραγουδούν; Δεν κάνουν μαντινάδες; Έχουν μόνιμη θλίψη μες στην καρδιά τους για τα χρήματα, για τα κτήματα και για τη φήμη; Ξέχασαν τη φιλοξενία;

"ΡΕΘΜΕΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: