20.6.08

Μόσχος Λαγκουβάρδος, Της αγάπης

Της αγάπης
Μ.Ε.Λαγκουβάρδου

Ρώτησαν κάποτε ένα νέγρο τραγουδιστή ,πώς γίνονται τα μπλουζ, τα πονεμένα αυτά τραγούδια των μαύρων της Αμερικής: «Με βάσανα γίνονται», είπε. «βάσανα της αγάπης , της απιστίας, της ζήλιας, της μοναξιάς…» Τα τραγούδια αυτά είναι ένα αντίδοτο στον πόνο της ψυχής. Η κινητήρια δύναμη για να γράψεις τέτοια τραγούδια είναι η αγάπη. Η αγάπη βρίσκεται μέσα σε κάθε δημιουργική ενασχόληση.
Είναι μάταιο, λέει ο Δαβίδ, να περιμένεις κάτι αξιοθαύμαστο, αν απουσιάζει η αγάπη. Είναι σαν να περιμένεις απ’ τους νεκρούς να νιώσουν θαυμασμό ή σαν να περιμένεις οι γιατροί που δεν πιστεύουν στο Θεό να αποδώσουν τη θεραπεία τους στο Θεό. Ο θαυμασμός και η αλήθεια είναι πράγματα άγνωστα σ΄ αυτούς που ζουν στο σκοτάδι . Η ψυχή τους μοιάζει με χώρα απ’ όλους ξεχασμένη.
Αυτό το νόημα έχουν οι στίχοι του Δαβίδ, που διαβάζονται σε κάθε ακολουθία του όρθρου: « Μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια κλπ.».
Η αγάπη είναι η κινητήρια δύναμη σε κάθε δημιουργική ενασχόληση. Όταν λείπει η αγάπη οι άνθρωποι ματαιοπονούν, όπως οι γυναίκες αυτής της παράδοσης της περιοχής Ηλείας.
Λέει η παράδοση. (Την παραθέτω απ΄ το βιβλίο του Νικολάου Γ. Πολίτη, Παραδόσεις, Κεφ. ΛΘ΄, Αίτια) : « Όταν έπλασε ο Θεός τον κόσμο έπλασε και τ΄ αντρόγυνο. Ο άντρας ο κακομοίρης ρίχτηκε αμέσως ’ς τη δουλειά να βγάλη το καρβέλι. Η γυναίκα όμως δεν είχε το νου της να κάμη τίποτα. Μια ημέρα που καθόταν ο γεροθεός κάτω από ναν ίσκιο, δεν ξέρω πως κάνει και βλέπει τη γυναίκα ξαπλωμένη ’ς το χορτάρι να κοιμάται. «Μπρε! Λέει. Εγώ την έπλασα για να βοηθάη τον άντρα ’ς τη δουλειά, όχι να τ’ απλώνη ’ς τον ήλιο!Παίρνει αμέσως μια χούφτα χώμα, το φυσάει τρεις φοραίς και το ρήχνει αποπάνου της. Ξυπνάει εκείνη τρομασμένη κι’ αρχινάει να ψάχνεται και να ξυέται ολούθε. Το χώμα έγιναν ψύλλοι. Κι από τότε βρήκε δουλειά κ’ η γυναίκα.»
Τώρα βάλε με το νου σου, ευγενικέ αναγνώστη, τι θα συμβεί, αν αύριο η θυγατέρα σου βασανίζεται σαν από χρόνια φαγούρα ή το αγόρι σου λιώνει στο γάμο του ; Θα μου πείτε τι να κάνουμε σε μια τέτοια δύσκολη εποχή σαν τη δική μας, που η ανατροφή τω παιδιών μας ξέφυγε από τά χέρια της οικογένειας, του σχολείου και της Εκκλησίας; Ποιος ανατρέφει τα παιδιά μας από τότε που βάλαμε την τηλεόραση στις κατοικίες μας , για να μεταδίδει τρόπους ζωής, άχρηστους και σάπιους και στον ίδιο τον τόπο της προέλευσής τους;
Μου έστειλε μήνυμα με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή μια γυναίκα πενήντα χρονών , επιστήμων, απ΄ το Ιλινόϊς. Έχει τρία παιδιά απ΄ τον πρώτο γάμο της
και μια κόρη πέντε ετών απ΄το δεύτερο. Παραπονείται πως κι ο δεύτερος γάμος της δεν πηγαίνει καλά. Ο άντρας της την πήρε για να έχει ένα καθαρό και τακτοποιημένο σπιτικό, αλλά δεν νοιάζεται για την ίδια. Τον πιο πολύ καιρό ταξιδεύει κι όταν γυρίζει σπίτι δεν ενδιαφέρεται για τη γυναίκα του. Η γυναίκα ένιωσε χαρά που άνοιξε την καρδιά της σε έναν άγνωστο άνθρωπο, δεν έχει σημασία αν αυτός βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης.
Δεν λαβαίνω συχνά γράμματα ή μηνύματα , όσα όμως έχω λάβει όλα μιλούν για θέματα της ψυχής. Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να γράψει, για το διαμέρισμά του, για το αυτοκίνητό του ή για τη βάρκα του. Κι όμως οι Ευρωπαίοι κι οι Αμερικάνοι έχουν θεοποιήσει τα υλικά πράγματα κι ο τρόπος αυτός της ζωής τους έγινε το πρότυπο για όλο τον κόσμο. Παράδειγμα οι πολιτικοί στον τόπο μας, που μόνο για την υλική ευημερία και την οικονομική ανάπτυξη μιλούν και κανένας δεν ενδιαφέρεται για την πνευματική ευημερία.
Θα κλείσω το δοκίμιο αυτό με ένα ποίημα για τον πόνο της αγάπης, το «Χόμερ Κλαπ» του Αμερικανού ποιητή Έντγκαρ Λη Μάστερς , απ΄ την «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ», μετάφραση Σπύρου Αποστόλου, Εκδόσεις Γκύντεμπεργκ:
«Πολλές φορές στην εξώπορτα η Άνερ Κλιουτ/ Μ’ αρνήθηκε το φιλί τ’ αποχαιρετισμού/ Λέγοντας πως δεν έπρεπε πριν αρραβωνιαστούμε/ Και μοναχά μ’ ένα ντροπαλό σφίξιμο του χεριού/ Μου ευχόταν καληνύχτα, όταν τη συνόδευα σπίτι της/ Μετά την παγοδρομία ή την παράσταση/ Δε θα ‘χε σβήσει ακόμα ο ήχος των βημάτων μου καθώς έφευγα,/ Όταν ο Λούσιους Άθερτον/ (Έτσι έμαθα όταν η Άνερ πήγε στην Πιόρια)/ Έμπαινε κλεφτά απ΄ το παράθυρό της ή την έπαιρνε η ξοπίσω του καβάλα/ Με τα δυο πυρόχρωμά του άλογα/ βόλτα στην εξοχή./Το χτύπημα κείνο μ’ έκανε να συγκεντρωθώ/ ΚΙ έβαλα όλα τα λεφτά που απόχτησα απ την περιουσία του πατέρα μου/ Στην κονσερβοποιία, για να πιάσω τη θέση/ Του αρχιλογιστή, και τά ‘χασα όλα./ Και τότε κατάλαβα πως ήμουνα ένα από τα κορόιδα της Ζωής,/ Που μονάχα ο θάνατος μπορούσε να με μεταχειριστεί/ Σαν ίσο με τους άλλους, κάνοντάς με να αιστανθώ σαν άνθρωπος.»
"ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: