16.7.09

Το τέλος των αστών και οι δήμαρχοι

Του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδο

Ξεκίνησα να γράψω αυτές τις γραμμές ψες βράδυ στην κεντρική πλατεία της Λάρισας, όπου ήμουν με πέντε έξι άλλους παρέα και μιλούσαμε όλοι μας χωρίς να ακούει κανένας λέξη από τον άλλον. Δεν ακούγαμε γιατί ο δήμαρχος επέτρεψε τη λειτουργία πολυθόρυβων μαγαζιών στην κεντρική πλατεία, που σε ξεκουφαίνουν. Πώς το έκανε αυτό ο Δήμαρχος; Η εξήγηση είναι απλή. Μετά το τέλος των αστών δήμαρχοι έγιναν χωρικοί ή τέκνα χωρικών, που έχουν το πλεονέκτημα έναντι των αστών, όταν θέλουν ησυχία να πηγαίνουν στο χωριό τους, για να αναπαυθούν κι όταν θέλουν νταβαντούρι έρχονται στην πόλη και ξεδίνουν. Έτσι με το τέλος των αστών πέθαναν και οι πόλεις και η ποιότητα της ζωής σ΄ αυτές. Σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, ώστε ένα από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους, να σκοτώσεις κάποιον είναι να τον βάλεις να ζει στο κέντρο μιας σύγχρονης πόλης, με χωρικό δήμαρχο.
Οπωσδήποτε δεν είναι υποτιμητικό να είσαι χωρικός. Άλλωστε όλοι χωρικοί είμαστε. Η ιδιότητα του χωρικού και του αγροίκου είναι αρνητική, όταν είναι κανείς χωρικός και αγροίκος στους τρόπους και γενικά στο βίο και την πολιτεία και όχι στην καταγωγή . Τα χωριά μας έχουν παραδείγματα ευγένειας και λεπτότητας που δεν έχουν οι πόλεις, ιδίως τα ορεινά χωριά και οι κωμοπόλεις, γιατί εκεί κατέφυγαν οι διωκόμενοι, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ή γιατί δούλεψε καλά η Εκκλησία και το Σχολείο σε ανθρώπους αγνούς και διψασμένους για τη μάθηση. Και το σπουδαιότερο γιατί τα χωριά αυτά δεν υποδουλώθηκαν στους Τούρκους. Παράδειγμα τα χωριά του Μυλοποτάμου, στην Κρήτη, στην πιο ορεινή και άγρια περιοχή της Κρήτης, στους πρόποδες, του Ψηλορείτη , όπου οι κάτοικοι διατήρησαν την αυτονομία τους εν μέσω Τουρκοκρατίας. Από τέτοιες οικογένειες κατάγονται τα παιδιά της Κρήτης που ήρθαν στην Μακεδονία και έγιναν οπλαρχηγοί ή απλοί πολεμιστές και έδωσαν τη ζωή τους, για την ελευθερία της πατρίδας.
Ότι καταγόμαστε όλοι από χωρικούς, από γεωργούς και κτηνοτρόφους, το λέει και το αστείο που λέγεται καμιά φορά, σαν μια φιλική «καλημέρα»: «πώς πάνε τα πρόβατα;». Μια φορά , στην πλατεία Κοτζιά των Αθηνών, εκεί που στέκονται οι μπογιατζήδες, πέρασε κάποιος και τους χαιρέτισε, αλλά ένας απ΄ τους μπογιατζήδες, ο νεώτερος από αυτούς θύμωσε. Γύρισε στον διπλανό του, ένα Κρητικό και του είπε: «Τον άκουσες; Πώς πάνε τα πρόβατα ; Λες και βόσκουμε πρόβατα». «Κάποτε, όλοι
πρόβατα βόσκαμε» , απάντησε ο Κρητικός , με τη θυμοσοφία του. Τώρα βέβαια δεν καταλαβαίνουμε τίποτα ούτε μεταξύ μας οι πολίτες, ούτε οι άρχοντες. Γι’ αυτό και όταν αδικούμαστε, προτιμάμε την αδικία, παρά να ζητήσουμε δικαστική ή οποιαδήποτε άλλη προστασία. Κι όταν μας καλούν να τους ψηφίσουμε απέχουμε, γιατί δεν θέλουμε να γίνουμε συμμέτοχοι στην ενοχή τους, όπως λέει η παροιμία «τέτοιο κεφάλι, τέτοια σκούφια του πρέπει». Αυτό λέει παραστατικά ο παρακάτω μύθος, που διάβασα στο βιβλίο του των εκδόσεων Χαζηνικολή, Η σοφία του Μύθου, του Σουλκχάν Σαμπά Ορμπελιανί, σε μετάφραση Κώστα Ασημακόπουλου και Ντίνας Σιδέρη:
Ένας κουφός έχασε το βόδι του και πήγε να το βρει.. Στο δρόμο συνάντησε έναν άλλο κουφό και τον ρώτησε: Μήπως βρήκες το βόδι μου ; Ο δεύτερος κουφός που είχε βρει ένα γάϊδαρο, είπε –Αν ο γάϊδαρος είναι δικός σου, έλα να τον πάρεις , αλλά να μου δώσεις κάτι για τα εύρετρα. Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας καβαλάρης, με μια γυναίκα πίσω απ΄ τη σέλα του. Οι δυο κουφοί τον ρώτησαν για το βόδι και το γάϊδαρο. Αλλά ήταν κι αυτός κουφός και φαντάστηκε πως πήγαν να του κλέψουν τη γυναίκα . « Η γυναίκα μου πέθανε.», είπε. « Αυτή είναι η υπηρέτριά μου και δεν ανήκει σε κανέναν».
Τότε κι οι τρεις πήγαν να παραπονεθούν στον καδή. Αλλά κι αυτός με τα χρόνια είχε σχεδόν κουφαθεί και δεν έπαιρνε κανείς λέξη από τον άλλον. Ο καδής νόμισε πως αυτοί οι τρεις ήρθαν να του αναγγείλουν την καινούρια σελήνη και είπε: «Αφού είδατε τη σελήνη, χτυπήστε το τύμπανο». Φυσικά και πάλι κανένας δεν κατάλαβε τίποτα.
Ο μύθος αυτός θέλει να πει , ότι έχουμε όλοι μας κουφαθεί , μικροί και μεγάλοι, γιατί πως γίνεται και δεν καταλαβαίνουμε τίποτα;

"Ρεθεμνιώτικα Νέα"

Δεν υπάρχουν σχόλια: