Στα Λεξικά της Νεοελληνικής το νεοελληνικό ρήμα αδειάζω απαντά με δύο βασικές σημασίες:α) ευκαιρώ β)εκκενούμαι (παθητικώς) και εκκενώ (ενεργητικώς). Και το μεν αδειάζω με τη σημασία ευκαιρώ αναμφισβήτητα προέρχεται ετυμολογικά από το άρχ. άδεια<αδεής, αλλά το αδ(ε)ιάζω με τη σημασία εκκενούμαι ή εκκενώ, αν και ομόηχο με το πρώτο, εν τούτοις δεν θεωρούμε ότι προέρχεται (όπως διατείνονται τα εν χρήσει Λεξικά) επίσης εκ της αδείας <αδεής<α+δέος) και τούτο λόγω της τεράστιας σημασιολογικής διαφοράς. Άλλωστε και στην Αρχαία Ελληνική απαντούν ομόηχες και ταυτόγραφες μάλιστα λέξεις με διαφορετική προέλευση και σημασία (π.χ. άπειρος-<α+πέρας, ενώ άπειρος< α+πείρα).
Ποια λοιπόν η ετυμολογία του αδ(ε)ιάζω με τη σημασία του εκκενώ, εκκενούμαι; Από πρόχειρη διερεύνηση διαπιστώνεται η ύπαρξη του ρήματος στην πρώιμη δημώδη Νεοελληνική Λογοτεχνία, στο έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα στην Ερωφίλη κ.λπ.:
"Και έχε την Ρωμανίαν και εξουσίαζέ την
εκ τους εχθρούς της πάντοτε εσύ αδ(ε)ιαζέ την" (Διγ.0.2172)
"Μάνα ακριβή μου... συμπάθησέ μου
το φταίσιμο οπού 'καμα και τόπον άδ(ε)ιασε μου
κάτω στον Άδη να μπορώ να στέκω μετά σένα (Ερωφίλη 439-441).
Ο νεοελληνικός όμως λόγος και η έκφραση, όπως κατέδειξε ο μεγάλος λαογράφος Δημ.Λουκάτος με τη διατριβή του αλλά και με πολλές συναφείς μελέτες του, έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τη γλώσσα και το λόγο της Εκκλησίας. Έστι λοιπόν το αδ(ε)ιάζω (με τη σημασία εκκενουμαι και εκκενώ) προέκυψε κατά μεταπλασμόν του ονόματος Άδης (<α+ιδείν) ο οποίος Άδης, όπως περιγράφεται στη Βυζαντινή Υμνογραφία, κατέστη μετά την εις Άδου κάθοδον του Χριστού ένας κενός και έρημος χώρος.
Ιδού αποσπάσματα από κοντάκια του Ρωμανού Μελωδού: "Τί δε κλαίω (ομιλεί ο Άδης) νεκρούς ους αφηρέθην; ... λίχον γαρ και παμφάγον οι φυγόντες με καλούσι με και ρήμασι τοιούτοις παροξύνουσί με λέγοντες: Τί γαρ χαίνεις υπέρμετρα; Ιδού γαρ σε κενώσας ανέστη ο Κύριος". Έτερον: " Και όλος μου ο φάρυγξ επικράνθη εκ της γεύσεως και ους είχον απέπτυσα... Τοιαύτα ο Άδης εφώνησεν, ου ρήμασι πείσας με αλλά πράγμασι δείξας μοι ότι γυμνόν και έρημον πάντοθεν αυτόν δείξας ανέστη ο Κύριος". Έτερον: "και αναγκάζομαι εξερεύξασθαι τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ ξύλω δοθέντας μοι. Ξύλον τούτους εισάγει πάλιν εις τον Παράδεισον". Έτερον: " και πάντας ους κατέπιον εξέμεσα βοώντας ανέστη ο Κύριος".
Παρεμφερή δείγματα και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Χαρακτηριστική η περίπτωση της λέξεως laodicean της Αγγλικής ειλημμένη από την Αποκάλυψη (γ 14-16). Θα μπορούσαμε και στην Ελληνική να λέμε Λαοδικειανός και να εννοουμε τον χλιαρό άνθρωπο, αυτόν που δεν είναι ούτε ψυχρός ούτε θερμός στις απόψεις του.
Αδ-ιάζω λοιπόν αρχικώς σσημαίνει ομοιάζω με τον Άδη ως προς το κενό, εκκενούμαι (όπως κορακι-άζω ομοιάζω με τον κόρακα κατά το χρώμα, σκυλ-ιάζω μοιάζω με το σκύλο κατά την άγρια συμπεριφορά) και κατόπιν προσλαμβάνει και την ενεργητική σημασία εκκενώ. Και κατήντησε λοιπόν ο Άδης συνώνυμο του κενού αφού "εξέμεσε τους βοώντας ανέστη ο Κύριος"!
*Ο Ι.Ν. Ηλιούδης είναι σύμβουλος Φιλολόγων Μαγνησίας.
Εφημ. "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" Κυριακή 1 Μαϊου 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου