Του Μόσχου Λαγκουβάρδου
Πρωί πρωί πηγαίνω
σ' ένα καφέ στην
οδό Σταδίου στην Α-
θήνα. Είναι ά-
δειο. Οι μόνοι πελάτες
μια νεαρή όμορφη
κοπέλα που α-
νάβει τό 'να τσιγάρο
μετά το άλλο,
κι εγώ. Το κάπνισμα δεί-
χνει εσωτερική σύγκρουση,
λέω. Δε μου δίνει
καμιά σημασία. Ένας
γέρος έρχεται
και καθίζει δίπλα μου.
Του κάνω χώρο να πε-
ράσει. Δε με βλέπει.
Βγάζει απ΄ την τσάντα του
ένα αδιά-
βροχο χαρτί ,που έχει
τυλιγμένη μια μουσκε-
μένη γάζα . Απο-
λυμαίνει τα χέρια του.
Ύστερα βγάζει
τέσσερις αθηναϊκές
εφημερίδες "φρι -πρες"
κι αρχίζει την α-
νάγνωση των οικονο-
μικών σελίδων.
Εν συνεχεία λύνει
τα σταυρόλεξα μ' ευκο-
λία. Στ΄αριστε-
ρά μου κάθεται μια ηλι-
κιωμένη γυ-
ναίκα σκυμμένη πάνω
σε κάποιο περιοδικό.
Μπροστά της ένας
νέος βγάζει απ΄ το τσαντά-
κι του ένα βιβλίο
με χρωματιστά εξώφυλλα.
Σαν σελιδοδείχτη έχει
ένα περιδέ-
ραιο με λεπτές χρωμα-
τιστές χαντρούλες.
Πίνει σοκολάτα με σα-
ντιγύ. Μετά αλοίβει
τα χείλη του με
κραγιόν και φεύγει. Κινδυ
νεύει άραγε
να χαθεί στην εποχή μας
το πολυτιμότερο αγαθό,
η επικοινωνία;
Πηγαίνω στους σερβιτόρους,
που ευτυχώς μιλούν
μεταξύ τους. Ευτυχώς,
μιλάτε μεταξύ σας, τους
λέω. "Λέτε να
γίνουμε όλοι ζόμπι,
απαντάει με κέφι
κάποιος νεαρός απ΄ το μπουφέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου