6.2.11

Μπράϊαν Κουκ, «Λέγε με Κιούμπρικ»


Tου Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

Ο «Μεγάλος υποκριτής» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της κινηματογραφικής ταινίας του Μπράϊαν Κουκ «Λέγε με Κιούμπρικ». Κεντρική ιδέα της ταινίας είναι η υποκρισία η οποία στηρίζεται στην εκμετάλλευση της άγνοιας της αληθινής ταυτότητας και του πραγματικού εαυτού, που χαρακτηρίζει τον μέσο άνθρωπο της εποχής μας.

Η ταινία αναφέρεται σε ένα πραγματικό πρόσωπο, τον ΄Αλαν Κόνγουεστ, που εξαπάτησε πολλούς πείθοντάς τους ότι είναι ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης Στάνλεύ Κιούμπρικ και υποσχόμενος ότι θα τους βοηθήσει να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους.

Διάλεγε τα θύματά του ανάμεσα σε ευφάνταστους και ευκολόπιστους ανθρώπους που δεν γνώριζαν τον εαυτό τους και μπορούσαν εύκολα να δεχθούν τη φαντασία ως πραγματικότητα και την πραγματικότητα ως φαντασία. Ο ήρωας της ταινίας μέσα στη γενική σύγχυση ως προς τον αληθινό εαυτό και ως προς τη γνήσια και αυθεντική ζωή γίνεται ο ίδιος ένα σύμβολο της εποχής μας ή δε ιστορία του μια παραβολή.

Ο άνθρωπος απ’ τα πανάρχαια χρόνια ακόμα, απ’ την πρωτόγονη εποχή γνώριζε ότι ο αληθινός εαυτός είναι η ψυχή του ανθρώπου! Αυτό φαίνεται απ’ το πόσο φύλαγε την ψυχή του και μαζί και την προσωπική του ελευθερία, για να μη γίνει υποχείριο αυτού που θα μπορούσε να του κλέψει τις δυνάμεις της ψυχής του. Αυτός είναι ο λόγος που στόλιζε το πρόσωπό του με σχέδια και με χρώματα, για να μη μπορεί κανείς να αποτυπώσει την ψυχή του που καθρεφτιζόταν σ’ αυτό. Για τον ίδιο λόγο ακόμα και σήμερα πολλοί φοβούνται αυτόν που με τη φωτογραφία ή με το σχέδιο αποτυπώνει το πρόσωπό τους. Νιώθουν ότι αυτός που ξέρει τη μορφή τους γνωρίζει και την ψυχή τους και μπορεί να τους κατευθύνει όπου θέλει.

Ο Κόνγουεστ μπορούσε να διακρίνει με μια ματιά το χαρακτήρα που εύκολα παρασύρεται απ’ τη φαντασία του γιατί δεν έχει ανεπτυγμένο κριτικό νου ούτε εσωτερική καλλιέργεια και να τον κατευθύνει όπου ήθελε. Με αυτόν τον τρόπο εκμεταλλευόμενος την παθητική φαντασία των θυμάτων του, τα «βοηθούσε» όχι χωρίς αντάλλαγμα, να βγουν απ’ τη μίζερη πραγματικότητα και να την υποκαταστήσουν με τις ονειροπολήσεις τους.

Η παθητική φαντασία, ενώ πρέπει να υπηρετεί το νου τον μετατρέπει σε υπηρέτη της. Γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας αποκαλούν την παθητική φαντασία, «γέφυρα απ’ την οποία εισέρχονται οι δαίμονες στην ψυχή και την υποδουλώνουν». Την εν λόγω «γέφυρα» χρησιμοποιούσε κι ο Κόνγουεστ για να χειραγωγεί τα θύματά του σ’ ένα κόσμο, όπου η χειραγώγηση των ανθρώπων είναι ο κανόνας, ώστε κατόρθωσε να γίνει αντιπροσωπευτικός τύπος της εποχής. Απόδειξη ότι κανένας δεν τον ενόχλησε, κανείς δεν τον εδίωξε ποινικώς για τις απάτες του. Αντίθετα η πολιτεία τον επιβράβευσε επιδαψιλεύοντάς του τιμές και ανέσεις ανωτάτου κρατικού λειτουργού ή δισεκατομμυριούχου!

Ο Τόμας Μέρτον γράφει για την αυθεντική ύπαρξη του ανθρώπου: «Για να καταλάβουμε ποιοι πραγματικά είμαστε πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός που νομίζομε τώρα ότι είμαστε, είναι κατά την πιο επιεική κρίση, τουλάχιστον ένας απατεώνας και παρείσακτος, που πρέπει συνεχώς να αμφισβητούμε τους λόγους του και να ξεμασκαρεύουμε τις προσποιήσεις του. Οφείλουμε όλοι ν’ αγωνιστούμε για να ξαναποκτήσουμε την έμφυτη και ζωτική γνώση της πνευματικότητάς μας, να πειστούμε ότι έχομε μια ψυχή που μπορεί να ζωντανέψει πάλι και να γνωρίσει υψηλές και μυστικές αξίες που η σάρκα και οι αισθήσεις δε θα μπορέσουν ποτέ να ανακαλύψουν μόνες τους. Αυτή η πνευματικότητα συνταυτίζεται στον άνθρωπο με τη θεϊκή εικόνα μέσα στην ψυχή του».

("Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ",Δοκίμια Κινηματογράφου, Βιβλιοπωλεία "Παιδεία", Λάρισα)

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωραία τα μηνύματα από τις ταινίες!Υπήρχαν και οι παλαιοί ηθοποιοί του ασπρόμαυρου κινηματογράφου που παίζονται κατά καιρούς στα μικρά κανάλια.Ας πούμε η μεγάλη και αξέχαστη ΟΛΙΒΙΑ ΝΤΕ ΧΑΒΙΛΑΝΤ,Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΙΤΣΑΜ,Ο ΧΑΜΦΡΕΙ ΜΠΟΓΚΑΡΤ.Αυτές οι ταινίες αν και δεν είναι της εποχής μας όμως έχουν μια αλλη κουλτούρα.Με ευχαρίστηση τις βλέπω γιατί είναι και πιό αθώες.

Μ.Ε.Λ. είπε...

Όσο πλησιάζεις στον κινηματογράφο, εννοώ τον ασπρόμαυρο, διαπιστώνεις ότι οι ηθοποιοί εκείνης της εποχής ερμήνευαν τους ρόλους τους με αυτό που ήταν οι ίδιοι. Ένας καλός χαρακτήρας δεν θα έπαιρνε ποτέ ένα ρόλο που δεν θα του άρεσε.
Έτσι ένιωθαν ότι παίζουν τον εαυτό τους.
Άλλωστε ξεχώριζαν ανάλογα με τους ρόλους τους. Δεν θα μπορούσε η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ή ο Ρόμπερτ Μίτσαμ να υποδυθεί το ρόλο ενός κακού ανθρώπου.

Με βάση αυτή τη διάκριση είχαν δημιουργηθεί δύο σχολές, του Λώρενς Ολιβιέ στην οποία ο ηθοποιός σε όλους τους ρόλους του έβαζε τον εαυτό του και του πρωταγωνιστή της Γέφυρας του ποταμού ΚβάΪ (ξεχνώ το όνομά του), στην οποία ίσχυε το αντίθετο, η προσωπικότητα του ηθοποιού έσβυνε εντελώς μέσα στο ρόλο του.

Μ.Ε.Λ. είπε...

Είναι ο Άλεκ Γκίνες. Πίστευε ότι η προσωπικότητα του ηθοποιού πρέπει να μη φαίνεται στο ρόλο.
Πράγματι ο Άλεκ Γκίνες , αν ήταν δυνατόν να αλλάξει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

Προτιμώ να φαίνεται ο ηθοποιός. Είναι πιο αληθινός έτσι, παρά να χάνεται μέσα στο ρόλο του.
Όπως και νά 'ναι ο ρόλος είναι μια επινόηση, ενώ ο χαρακτήρας του ηθοποιού είναι ζωντανός.
Με αυτή τη διάθεση αγαπήσαμε κάποιους ηθοποιούς.
Τον Βαν Τζόνσον, τον Γκρέγκορυ Πεκ, τον Νίνο Μανφρέντι.
Αντίθετα με τον Όρσον Ουέλλες, που δεν ήξερες τι ρόλο παίζει μέχρι το τέλος.Και με τον Άλεκ Γκίνες το ίδιο.

Ανώνυμος είπε...

΄Μου άρεσε τρομερά το ''όσα παίρνει ο άνεμος''με τους ΒΙΒΙΑΝ ΛΙ ΚΑΙ ΚΛΑΡΚ ΓΚΕΙΜΠΛ..κΈΡΔΙΣΕ ΑΥΤΉ Η ΤΑΙΝΊΑ 10 ΌΣΚΑΡ..
Στα όσα είπατε συμφωνώ!