Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
«Ει γαρ δοκεί τις είναι τι, μηδέν ων,
εαυτόν φρεναπατά.» (Γαλ.6.3)
(Όποιος φαντάζεται
πως είναι κάτι, ενώ
δεν είναι τίποτε,
εξαπατά τον εαυτό του)
Ο μακαρίτης ο Τζακ, ο καφετζής στο
χωριό, είχε τόσο καλή καρδιά που δε νοιαζόταν μόνο να θρέψει τα δώδεκα παιδιά
του, αλλά έδινε δουλειά και σε κάποιο φτωχό, όταν μάθαινε ότι είχε ανάγκη να
δουλέψει και δεν εύρισκε δουλειά.
Ο Τζακ
καλούσε συχνά τους οργανοπαίχτες και έπαιζαν μόνο για κείνον ή έστελνε κάποιον φτωχό να
του φέρει σταφύλια απ΄ το αμπέλι μόνο και μόνο για να του δώσει κάποια
απασχόληση, γιατί ένιωθε πως πιο πολύ υπόφερε ο άνθρωπος από την αυτολύπη
εξαιτίας της ανεργίας, παρά από τη φτώχεια.
Μόνιμο απασχολούμενο είχε κάποιον φτωχό
που δεν ήξερε καμιά δουλειά να κάνει. Ο Τζακ ανέθετε σ΄ αυτόν διάφορα «θελήματα»
κι όταν δεν υπήρχε κάποια μικροαπασχόληση να κάνει, επινοούσε κάτι ειδικά γι΄
αυτόν. Η συνηθισμένη δουλειά του ήταν να του βαστάει πότε πότε την ομπρέλα για
τον ήλιο. Επειδή ήταν γεροδεμένος τύχαινε καμιά φορά να κουβαλήσει το αφεντικό
του στις πλάτες, για να τον πάει στο σπίτι του, όταν ο Τζακ ήταν πιωμένος και
δεν ήθελε να τον βλέπουν οι συγχωριανοί τους να πηγαίνει στο σπίτι του
τρικλίζοντας.
Οι χωρικοί κοίταζαν με θαυμασμό τον Τζακ να πηγαίνει στο σπίτι του καβάλα στον
φτωχό άνθρωπο. «Καλιγκότσια», είναι η λέξη που χρησιμοποιούσαν στο χωριό, όταν
ήθελαν να πουν ότι κάποιος κουβαλάει έναν άνθρωπο στην πλάτη του.
Με όλα αυτά ο μακαρίτης ο Τζακ δίδαξε
στα παιδιά του την αγάπη του στους ανθρώπους, κι όλα τα παιδιά του πρόκοψαν κι
ο Θεός τους χάρισε μακρά και χαρούμενη ζωή.
Αργότερα, όταν έφυγα απ΄ το χωριό όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια,
μόνο το Τζακ και τα πρόσωπα που έδειχναν αγάπη θυμόμουν. Και τώρα κάθε φορά που
γυρίζω στα παιδικά μου χρόνια, που μένουν μέσα μου σαν μια αστείρευτη πηγή
ζωντανού νερού, τον Τζακ θυμάμαι και τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
Αλλά δεν είναι όλος ο κόσμος της
αγάπης. Γνώρισα κι άλλα πρόσωπα, που για κάποιους λόγους δεν πίστευαν στην
αγάπη, την οποία θεωρούσαν ανέφικτη ή τη θεωρούσαν υποκρισία, όπως όταν φιλάει
κανείς το χέρι που δεν μπορεί να το δαγκώσει.
Η αγάπη εν τούτοις είναι η μόνη
πραγματικότητα. Το μίσος δεν υπάρχει. Το μίσος είναι η αντεστραμμένη αγάπη. Ο
αληθινός εαυτός του ανθρώπου είναι η αγάπη. Το αρχέτυπο του αληθινού ανθρώπου
είναι ο Ιησούς. Αυτό δεν φαίνεται εύκολα. Αυτό που βλέπουμε στον εαυτό μας και
στους άλλους , μέσα από τις προκαταλήψεις, τις ψευδαισθήσεις και τους μύθους
είναι το μίσος. Είναι δύσκολο να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, αν δεν επιστρέψουμε
από την αλλοτρίωσή μας στον αληθινό εαυτό μας.
Δεν το λέει η καρδιά μου να αφήσω τις
ιστορίες της αγάπης και να ασχοληθώ με την θεωρητικολογία, αν κι είναι κάποτε απαραίτητη
κι αυτή. Πρέπει να πω κάτι για την φοβερή
έννοια της αλλοτρίωσης και για
την άσκηση της αγάπης, το αντίδοτο στην αλλοτρίωση. Δυο είναι οι επιλογές του
ανθρώπου η άσκηση της αγάπης και η αλλοτρίωση. Καθένας διαλέγει και παίρνει,
αλλά πρέπει πρώτα να γνωρίζει την καθεμιά. Να μην έχει άγνοια από τεμπελιά ή
από την προπαγάνδα που θέλει να αφήσει τους ανθρώπους στο σκοτάδι της άγνοιας,
για να τους εκμεταλλεύεται.
Το Λεξικό γράφει για την αλλοτρίωση,
ότι είναι αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό μας και προσκόλληση στα υλικά
πράγματα, από τα οποία εξαρτόμαστε. Με τη λέξη άσκηση εννοούμε τη νηστεία και
προσευχή του Ιησού. Το αψευδές στόμα του Ιησού διδάσκει πως ετούτο το γένος δεν σώζεται , παρά μόνο με νηστεία και προσευχή.
Η επιλογή του ανθρώπου είναι ή με τους άλλους
ή εναντίον των άλλων. Με τους άλλους πρέπει να κάνεις άσκηση (νηστεία και
προσευχή). Εναντίον των άλλων καταδικάζεις τον εαυτό σου την αυτοαπομόνωση ή
αλλιώς στην γνωστή μοναξιά των πλουσίων. Δεν θα βγει κανείς από την αλλοτρίωση
για να επιστρέψει στον αληθινό εαυτό του χωρίς άσκηση, χωρίς νηστεία και
προσευχή.
Θα κλείσουμε αυτό το μικρό δοκίμιο για
την άσκηση της αγάπης με δυο ιστορίες απ΄ το Γεροντικό, το βιβλίο που περιέχει
ιστορίες από τη ζωή και τους αγώνες των ασκητών, αντί θεωρίες, αναλύσεις και
επιχειρήματα, που κουράζουν τον ευγενικό αναγνώστη.
«Ο αββάς Αγάθων είπε: Ποτέ
δεν πλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας δυσαρεστηθεί με κάποιον, αλλά ούτε και άφησα –
όσο μπορούσα- άλλον να κοιμηθεί, έχοντας κάτι με εμένα».
« Ενώ κάποιοι αδελφοί συζητούσαν
γενικά για την αγάπη, ο αββάς Ιωσήφ είπε: Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι αγάπη. Και
πρόσθεσε. Ο αββάς Αγάθων είχε ένα μικρό κλαδευτήρι. Μια φορά που τον επισκέφτηκε ένας αδελφός το
είδε και το επαίνεσε. Ε, δεν τον άφησε να φύγει, παρά μόνον αφού το πήρε μαζί
του.»
(Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Δ΄, έκδοση Ι.
Ησυχ. Το Γενέσιον της Θεοτόκου, Πανόραμα Χαλκιδικής).