30.11.11

Θέλω να γυρίσω στο χωριό μου


Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

Θέλω να γυρίσω στο χωριό μου και να ασχοληθώ με τον κήπο μου. Θα βάλω περιστέρια, κότες, μελίσσια, ίσως και καμιά κατσίκα για το γάλα,όπως ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Αγγελάκης, που μ΄ ακούει τώρα στον ουρανό και ευφραίνεται. Με όλα αυτά ασχολούνταν ο παππούς μου και με το μικρό αμπελάκι που είχε σε μια ηλιόλουστη, αμμουδερή πλαγιά της Δεσκάτης.
Ο παππούς μου ήταν ευτυχισμένος. Αγαπούσε την απλή ζωή. Γνώριζε καλά την αξία της. Είχε ζήσει πολλά χρόνια στην πιο πολυθόρυβη,πολύκοσμη πόλη του κόσμου,τη Νέα Υόρκη. Είχε δοκιμάσει τη γλύκα της ξενιτιάς. Πήγε τρεις φορές στην Αμερική. Ύστερα γύρισε στην πατρίδα του και δεν ήθελε να θυμάται τη ζωή του εκεί.
Θέλω να γυρίσω στο χωριό μου. Θέλω να περπατώ ανέμελα στους δρόμους, δίχως το φόβο μήπως παρασυρθώ από κάποιο αυτοκίνητο ή μηχανάκι ή ποδήλατο. Μα νιώθω το χωριό μου τόσο μακρινό, σαν την Κόρδοβα του Λόρκα, που την τραγούδησε με τόση αγάπη, τόση νοσταλγία, αλλά και φόβο ότι δεν θα την ξαναδεί πια.

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Άλογο μαύρο,φεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου.
Αν και ξέρω τους δρόμους,
ποτέ δε θα φτάσω στην Κόρδοβα.

Μέσ΄ απ΄ τον κάμπο,μέσ΄ απ΄τον αέρα,
άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Ο θάνατος με κοιτάζει
απ΄ τους πύργους της Κόρδοβα.

Αχ, τί δρόμος μακρύς!
Αχ, γενναίο άλογό μου!
Αχ, και με περιμένει ο θάνατος,
πριν φτάσω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη*.

Ο πόθος της επιστροφής είναι βαθύτερος, είναι από την ψυχή. Η πόλη σε αποξενώνει από τους άλλους κι από τον ίδιο τον εαυτό σου. Ο αρχαίος φιλόσοφος Κικέρων έλεγε πώς έτσι παθαίνουν όσοι σε όλη τους τη ζωή δουλεύουν με το μυαλό. Στο τέλος γίνονται ανισόρροποι. Πρέπει να δουλέψουν με τα χέρια τους για να ξαναβρούν την ισορροπία τους, πρέπει να καλλιεργήσουν κάποιον κήπο.
Ποιος τα έλεγε αυτά; Αυτός που θεωρούσε την δουλειά με το μυαλό ανώτερη και τη δουλειά με τα χέρια, το εργόχειρο που λένε οι μοναχοί, κατώτερη και βάναυση! Στο τέλος όμως αναθεώρησε την άποψή του αυτή. Κατάλαβε πως η δουλειά με τα χέρια είναι θεραπεία. Ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς ήταν ξυλουργός κι οι μαθητές του ήταν απλοί ψαράδες.
Θα πάω στο χωριό και θα δουλεύω στον κήπο. Δουλεύοντας με τα χέρια, με το νου και με την καρδιά θα λέω την προσευχή του Ιησού. Ένας φίλος μου ειρηνοδίκης, πάντοτε κουρασμένος από τη ζωή στην πόλη κι απ΄ τη δουλειά του με το μυαλό, μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε πως αν ήξερε πως η ζωή του θα ήταν έτσι, θα έμενε με τον πατέρα του στα πρόβατα.
Θα μου πείτε πως είμαι ένας αθεράπευτος ρομαντικός και πως αναζητώ ανθρώπινα αισθήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν. Πως η εποχή που ζούμε είναι εποχή της τεχνικής προόδου. Αυτό που προέχει δεν είναι η ψυχή και το πνεύμα, αλλά οι υλικές ανέσεις.
Η πόλη μπορεί να σε κουράζει, να σε γεμίζει με άγχος και να σε αρρωσταίνει, αλλά μπορεί και να σε κάνει καλά. Στην πόλη είναι δίπλα σου οι γιατροί και τα νοσοκομεία. Στο χωριό αν πάθεις κάτι, σε ποιον θα τρέξεις να σε βοηθήσει.
Ένας φίλος μου γιατρός δεν βιαζόταν ποτέ με τους αρρώστους. Πίστευε ότι δεν πεθαίνει κανείς αν δεν έρθει η ώρα του. Η ώρα που πεθαίνει κανείς είναι η ώρα που τελειώνει η ζωή του. Δεν πεθαίνει κανείς αν δεν τελείωσε η ζωή του. Η ζωή τελειώνει κάποτε εδώ και συνεχίζεται επάνω στον ουρανό,σε ένα κόσμο καλύτερο, αν είναι θέλημα Θεού. Εκείνο που εξαρτάται από εμάς είναι να τηρούμε τις Εντολές Του από αγάπη για τον Ιησού Χριστό.
Ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους, (παραθέτουμε μια απόδοση των λόγων του) γράφει: Μην ξεχνάτε πως η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητά και ποτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά που δίνει το Άγιο Πνεύμα. Όποιος υπηρετεί με αυτά το Χριστό ενεργεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κι οι άνθρωποι επιδοκιμάζουν τη διαγωγή του. Ας επιδιώκουμε λοιπόν να ειρηνεύουμε και να οικοδομούμε πνευματικά ο ένας τον άλλον.

* Μαρία Λαϊνα, Ξένη Ποίηση του 20ου αιώνα,Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Λόρκα, Τραγούδι του Καβαλλάρη,Μετάφραση Μόσχος Λαγκουβάρδος, σελ.216.

2 σχόλια:

ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ είπε...

Γιατί μας τα θυμίζετε τώρα αυτά.

Μόσχος Λαγκουβάρδος είπε...

Όταν έγραφα για τον εμπλουτισμό της Καλολογίας με ένα ακόμα είδος της τέχνης του λόγου, την Προσλαλιά, δεν φανταζόμουν ότι ο δημιουργός της ήταν ένας ποιητής!