Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
Στην Τέχνη η μορφή υπαγορεύει το ανάλογο περιεχόμενο και το περιεχόμενο υπαγορεύει την ανάλογη μορφή. Στο θέμα του βιβλίου του Τζωρτζ Στάϊνερ «Ερράτα, ανασκόπηση μιας ζωής» δεν προσφέρεται οποιοδήποτε είδος του λόγου. Ο λόγος πρέπει να είναι κοφτερός σαν το χειρουργικό νυστέρι. Η ανασκόπηση μιας ζωής είναι ένας τελειωτικός καυτηριασμός. Όποιος αναλαμβάνει ένα τέτοιο εγχείρημα, πρέπει να διαθέτει το θάρρος και την αντοχή να ξαναξύσει πληγές. Με ψυχολογικούς όρους θα λέγαμε ότι είναι ένα είδος θεραπείας των αναμνήσεων, μια τάξη που βάζει κανείς στο αρνητικό του ασυνείδητο ή ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους δαίμονες. Με αυτόν τον τρόπο ο Δάντης έγραψε την «Κόλαση» ή ο Δημητρακόπουλος τη «Σιδηρά Διαθήκη» ή ο Μπωντλαίρ τα «Άνθη του Κακού» .
Από τα έντεκα κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται το βιβλίο θα αναφερθούμε σε τρία μόνο από αυτά, στο πρώτο, δεύτερο και ενδέκατο, για να δώσουμε στον αναγνώστη ένα δείγμα γραφής του συγγραφέα . Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα, στα χρόνια που θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει χρόνια του θαυμασμού. Τι θαυμάζει ο μικρός Στάϊνερ; «Άρχισε να με κυριεύει» γράφει «η διαίσθηση του ιδιαίτερου, της τόσο απέραντης ποικιλίας, που ήταν αδύνατο να την εξαντλήσει οποιαδήποτε εργασία ταξινόμησης και καταλογογράφησης. Κάθε φύλλο διέφερε από όλα τα άλλα, κάθε δέντρο διέφερε απ' το άλλο. Κάθε χορταράκι, κάθε βότσαλο στην όχθη της λίμνης ήταν «απλώς αυτό» στους αιώνες. Όσες μετρήσεις κι αν γίνονταν, με όση επιμέλεια κι αν διαβαθμίζονταν, σε οποιοδήποτε ελεγχόμενο κενό κι αν διενεργούνταν,, δεν θα ήταν ποτέ απολύτως οι ίδιες. Η απόκλιση μπορεί να ήταν στο τρισεκατομμυριοστό του χιλιοστού, στη διάμετρο μιας τρίχας - ήδη πλήθουσας απεραντοσύνης αφεαυτής -από κάθε προηγούμενη μέτρηση. (...) Καταλάβαινα άραγε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ ακριβές αντίτυπο κανενός πράγματος, ότι μια λέξη που λέγεται δυο φορές , ακόμα και με ταχύτητα αστραπής, δεν θα ήταν και αποκλειόταν να είναι ποτέ η ίδια; (Πολύ αργότερα θα μάθαινα ότι αυτή η ανέφικτη επαναληπτικότητα απασχόλησε τόσο τον Ηράκλειτο όσο και τον Κίρκεγκωρ).
Το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους συγγενείς και φίλους, στις σπουδές στα νομικά, και κυρίως στην εκμάθηση των αρχαίων Ελληνικών απ' το πρωτότυπο. Στο θέμα αυτό ο συγγραφέας αφιερώνει σχεδόν ολόκληρο το σημαντικό αυτό κεφάλαιο. «Το νόημα» γράφει« είναι τόσο στενά δεμένο με τις περιστάσεις, όσο και το σώμα μας.(...) Το κλασικό ξεφεύγει κάθε οριστική απόφανση. (..) Καμιά επαναδιατύπωση μέσω αναλυτικού «τεμαχισμού», παράφρασης ή συγκινησιακής περιγραφής δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πρωτότυπο» (η έμφαση είναι δική μας). Σε εκείνους που επικαλούνται την ευκολία ως λόγο για να μη διδάσκονται τα αρχαία Ελληνικά στο πρωτότυπο, ο συγγραφέας θυμίζει τον Κάφκα: «Ο Κάφκα διακήρυσσε, με χαρακτηριστική ακρότητα, πως δεν χρειάζεται να σπαταλούμε το χρόνο μας με βιβλία που δεν πέφτουν πάνω μας όπως η αξίνα, να συντρίψουν ό,τι έχει παγώσει μες το κρανίο μας και μες στο πνεύμα μας».
Το τελευταίο κεφάλαιο αρχίζει απ' το σημείο που τελειώνει το τρίτο, δηλαδή την εκμάθηση των αρχαίων Ελληνικών στο πρωτότυπο. Το κεφάλαιο αρχίζει επισημαίνοντας την σπουδαιότητα της Γλώσσας. «Το κούφιο θαύμα», εννοεί του Γ΄ Ράϊχ, «πρόβαλε την πεποίθηση ότι τα ολοκληρωτικά ψεύδη και η ολοκληρωτική αγριότητα, ιδιαίτερα στο Τρίτο Ράιχ αλλά και σε άλλα καθεστώτα συνδέονται με τη φθορά της γλώσσας και με τη σειρά τους, τροφοδοτήθηκαν απ' αυτή τη φθορά.»
Αυτή η πρόταση υιοθετήθηκε και εξετάστηκε ευρύτατα (η ίδια οφείλεται, φυσικά, στον Καρλ Κράους και τον Όργουελ). Το ίδιο συνέβη και με την έκκληση που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο: ότι κάθε σοβαρή εξέταση της βαρβαρότητας του αιώνα μας, της ματαίωσης των ελπίδων και των υποσχέσεων του Διαφωτισμού, πρέπει να συνδεθεί στενά με τη «γλωσσική κρίση».
Όσον αφορά στα δικά μας, με αυτό το σκεπτικό, μπορεί να εκτιμήσει κανείς με τι απίστευτη ελαφρότητα χειριζόμαστε τα προβλήματα της Γλώσσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου