Στο χωριό μου , παλιά, τις κοιλιές που προεξείχαν τις λέγαμε «μπλοστούρες».
Εκείνη την εποχή, λίγο μετά τον πόλεμο, λίγοι μόνο διέθεταν «μπλοστούρα», γιατί μόνο λίγοι μπορούσαν να τρώνε πολύ, ενώ ο πολύς κόσμος ήταν ολιγοφάγος, λόγω της φτώχειας και της ανέχειας. Από ψυχολογική άποψη η «μπλοστούρα» χάριζε υπερηφάνεια στον κάτοχό της , ενώ σήμερα το αντίθετο συμβαίνει, όσοι έχουμε κοιλιές που προεξέχουν νιώθουμε ταπείνωση και λύπη.
Ο αγώνας με το υπερβολικό βάρος, είναι για τους περισσότερους από εμάς ένας απελπισμένος αγώνας, αν και δεν είναι ο μόνος απελπισμένος αγώνας, που κάνουν οι άνθρωποι σήμερα. Υπάρχουν πολλά εμπόδια που νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να τα υπερβούμε και μας ρίχνουν στην απελπισία. Τόσο πολύ απελπισμένος είναι ο σημερινός κόσμος, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την εποχή μας «εποχή της απελπισίας». Όλος ο κόσμος, άλλος λίγο κι άλλος πολύ, νιώθει κάποτε σαν να έχει πέσει μέσα σ΄ ένα πηγάδι, από όπου δεν ελπίζει να βγει ποτέ. Η πικρή γεύση της απελπισίας είναι η αίσθηση του πτωτικού ανθρώπου της σημερινής εποχής.
Απ΄ τον πάτο λοιπόν του πηγαδιού βλέποντας τα πράγματα, εννοώ τον απελπισμένο αγώνα με το υπερβολικό βάρος, δεν μας μένει άλλο τίποτα παρά να το ρίξουμε στη φιλοσοφία. «Εκείνοι που ασκούν τη φιλοσοφία ως τέχνη του βίου» γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Η τέχνη του βίου» ο Αλέξανδρος Νεχαμάς « οικοδομούν την προσωπικότητά τους μέσα απ΄ τη διερεύνηση, την κριτική και την παραγωγή φιλοσοφικών απόψεων (…) Όμως είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι μπορεί κάποιος να διαμορφώσει τη δική του τέχνη του βίου χωρίς να γράψει γι΄ αυτήν, επειδή είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η περιπλοκότητα των απόψεων που απαιτεί μια τέτοια τέχνη μπορεί να εκφραστεί με άλλο τρόπο.»
Αυτός είναι ο λόγος που συνιστώ πάντοτε σε όποιον θέλει να τα βάλει με το υπερβολικό βάρος του, να αρχίσει να γράφει ημερολόγιο. Με το γράψιμο κι αν ακόμα δεν καταφέρει να μειώσει το βάρος του, μπορεί να κάνει κάτι ακόμα πιο σπουδαίο, μπορεί να μάθει την τέχνη της ζωής. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να γράφεις. Είναι ίσως η μόνη φορά, που μια κοινωνική δραστηριότητα δεν εξαρτάται από τίποτε. Δεν περιμένεις τίποτε από κανέναν. Γι’ αυτό ο κόσμος λέει πως «ο ποιητής δοξάζεται μετά θάνατον».
Στο χωριό μου έχουμε επίσης ένα παιχνίδι που κομίζει ένα μήνυμα σ΄ αυτόν που αγωνίζεται απελπισμένα με το βάρος του ή με οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο. Στο παιχνίδι αυτό, ίσως είναι το πρώτο που μας μαθαίνουν, όταν είμαστε νήπια ακόμη είναι το παιχνίδι της αναζήτησης της φωτιάς. Ο αναζητητής βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι, που παριστάνεται με τις παλάμες των χεριών ενωμένες. Ο μεγάλος που παίζει το παιχνίδι, βάζει το νήπιο να ακουμπήσει το δαχτυλάκι του στο πρώτο σκαλοπάτι, που σχηματίζουν τα δάχτυλά του και λέει για λογαριασμό του παιδιού:
«Δος μου φωτιά» Κι απαντάει «Ανέβα παραπάνω». Και στο επόμενο σκαλοπάτι το ίδιο: «Δος μου φωτιά. Ανέβα παραπάνω». Ο διάλογος αυτός συνεχίζεται μέχρι που το δαχτυλάκι του μωρού φτάσει στο πιο ψηλό σκαλοπάτι, όπου βρίσκεται το στόμιο της φωλιάς του θηρίου, που ορμάει και το φοβίζει ότι θα το φάει.
Τι θέλει να πει αυτό το παιχνίδι; ‘Ότι γεννηθήκαμε να ανεβαίνουμε διαρκώς ψηλότερα! Ότι η ανάβαση, δεν τελειώνει ποτέ, χωρίς να πέσουμε στο επίπεδο της γήινης φωτιάς (των παθών); Το παιδικό αυτό παιχνίδι της αναζήτησης της φωτιάς, ίσως να θέλει να πει, ότι δεν αποτελεί τίποτε εμπόδιο, σ’ αυτόν που βρίσκει τον εαυτό του και συγκεκριμένα στον υπέρβαρο, επειδή δεν συσσωρεύει από δω και πέρα περιττό λίπος στο σώμα και οργή κι απογοήτευση στην ψυχή.
"Ρεθεμενιώτικα Νέα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου