29.4.09

Μόσχος Λαγκουβάρδος,Η ζωή μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις

“Το μόνο που ήθελε απ΄ τη ζωή ήταν αγάπη.
Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του»
Όρσον Ουέλες, ,Πολίτην Κέϊν

Μέσα από τις ιστορίες μπορείς να δεις την αλήθεια, ευγενικέ αναγνώστη. Θα δεις πώς πολλοί άνθρωποι πέφτουν θύματα της επιστημονικής σκέψης. Ενδεικτικό της τυφλότητας αυτών που ταυτίζουν τη ζωή με τις σκέψεις γύρω απ΄ τη ζωή, είναι το παρακάτω ανέκδοτο: Μια φορά δυο ιχθυολόγοι είχαν ξανοιχτεί στη θάλασσα με τη βάρκα τους και έψαχναν να βρουν σπάνια ψάρια. Κάποια στιγμή ο ένας από αυτούς έπιασε ένα ψάρι, άγνωστο μέχρι τότε στην επιστήμη. Κανένας δεν είχε ιδεί ποτέ ένα τέτοιο ψάρι. Ξύπνησε γρήγορα τον συνάδελφό του, που είχε πάρει έναν υπνάκο , και του έδειξε το ψάρι. Εκείνος το κοίταξε καλά πολύ ώρα, το εξέτασε με προσοχή και ύστερα είπε: «Δεν υπάρχει τέτοιο ψάρι».
Ο ποιητικός μύθος του Ρόμπερτ Λαξ, «Παλιός μύθος», απ΄ το βιβλίο του «Μύθοι», δείχνει επίσης ότι οι πεποιθήσεις και οι ιδέες για τη ζωή, αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε το ουσιώδες απ΄ το επουσιώδες και το πολύτιμο από το ευτελέστερο, μπορεί να έχουν, για μας, μεγαλύτερη αξία κι απ’ την ίδια τη ζωή. Ο μύθος αυτός θυμίζει τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, που θεωρούσαν πολυτιμότερη την τήρηση της αργίας του Σαββάτου από το θαύμα της θεραπείας ενός ανθρώπου .
Λέει ο «Παλιός μύθος» : « Μερικές γυναίκες σκάλιζαν σ΄ ένα χωράφι/ Όταν μια από αυτές χτύπησε πάνω σε κάτι σκληρό. Ξεσκάβοντάς το ανακάλυψαν ότι ήταν ένα φέρετρο/ που είχε μέσα το σώμα ενός νέου άντρα/ που ανακάθισε και τις έβρισε/ για τις ματαιότητες της γης./ Κάρφωσαν το καπάκι / πάνω στο φέρετρο / το έβαλαν στο χώμα/ και εξακολούθησαν το σκάλισμα.»
‘Ενας άλλος ποιητικός μύθος, που θα διαβάσουμε στη συνέχεια, απ’ το ίδιο βιβλίο, με τίτλο «Ο άνθρωπος με τις μεγάλες γενικές ιδέες», δείχνει με την αλληγορία του, πως πίσω από όλες τις αναζητήσεις μας , εκείνο που θέλουμε πραγματικά απ΄ τη ζωή, είναι αγάπη όχι ως ιδέα, αλλά ως πραγματικότητα.
« Ο άνθρωπος με τις μεγάλες γενικές ιδέες: Ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε: «Γιατί θά ’πρεπε να τρώω κέϊκ, όταν το ψωμί μου αρκεί. (…) Τον άνθρωπο τον θεωρούσαν πολύ σοφό και σκέφτηκε πως ήταν μια σωστή σκέψη. Έτσι όταν ήταν να χτίσει ένα σπίτι είπε: «Γιατί να πάρω τούβλα, όταν αυτό που θέλω είναι σκληρότητα; Έτσι πήρε μια μεγάλη σκληρή πέτρα και στην κορυφή της πέτρας έβαλε ένα κόκαλο, και στην κορυφή του κόκαλου έβαλε ένα κουτί και στην κορυφή του κουτιού έβαλε ένα λοστό και στην κορυφή του λοστού έβαλε ένα δοκάρι και ο σωρός στάθηκε πέντε πόδια ψηλά και ταλαντεύτηκε και τότε έπεσε στο χώμα.
Και ο άνθρωπος είπε: «Γιατί να πάρω τσιμέντο, όταν το μόνο που χρειάζομαι είναι κολλητικότητα; Έτσι στην κορυφή της πέτρας έβαλε λίγο χιόνι και στην κορυφή του κόκαλου έβαλε λίγη κόλλα, και στην κορυφή του κουτιού έβαλε λίγη γόμα και στην κορυφή του σωρού έβαλε σιρόπι, και ο σωρός στήθηκε έξη πόδια ψηλά.
Και ο άνθρωπος είπε: «Γιατί να σκεπάσω με πέταυρα μια στέγη, όταν αυτό που θέλω είναι σκεπή;» Έτσι στην κορυφή του σωρού έβαλε ένα καπέλο και μετά το καπέλο μια μεγάλη ομπρέλα και μετά απ΄ αυτή ένα δέντρο που πρασίνιζε και μετά απ΄ αυτό ένα καβούκι χελώνας και η σκεπή ήταν δέκα πόδια φαρδιά.
Και ο άνθρωπος είπε: «Γιατί να πάρω μια γυναίκα, όταν αυτό που θέλω είναι κάτι ζωντανό;» Έτσι μέσα στο σπίτι έβαλε ένα σκυλί και κοντά στο σκυλί έβαλε μια γάτα και κοντά στη γάτα έβαλε ένα ψάρι και κοντά στο ψάρι έβαλε ένα σαλιγκάρι και κοντά στο σαλιγκάρι ένα μεγάλο πίθηκο. Αυτό στήθηκε τέσσερα πόδια ψηλά.
Και γιατί ν’ αγοράσω ένα γλόμπο, όταν το μόνο που θέλω είναι φως; Έτσι δίπλα στο σκυλί άναψε μια φωτιά και δίπλα στη φωτιά έβαλε ένα ποτήρι και δίπλα στο ποτήρι ένα κόσμημα και δίπλα στο κόσμημα ένα ηλεκτρικό χέλι και δίπλα στο χέλι μια λιμνούλα, που ήταν περίπου δώδεκα πόδια βαθιά.
Και ο άνθρωπος είπε: « Γιατί ν’ αγοράσω ένα κρεβάτι, όταν το μόνο που θέλω είναι ύπνος;» Έτσι πήγε να κοιμηθεί και το σκυλί αγρίεψε και δάγκωσε τη γάτα και η γάτα έφαγε το ψάρι και το ψάρι έφαγε το σαλιγκάρι και το δέντρο πήρε φωτιά και το σιρόπι έτρεξε και το χιόνι έλιωσε και το καπέλο έπεσε κάτω και το σκέπασμα έπεσε στη λιμνούλα. Έτσι έκαμε και το καβούκι, έτσι έκαμε και η γόμα, έτσι έκαμε και η κορδέλα, έτσι έκαμε ο λοστός, έτσι έκαμε το δοκάρι, έτσι έκαμε το κουτί, έτσι έκαμε το κόκαλο, έτσι έκαμε η κόλλα, έτσι έκαμε η πέτρα και ο μεγάλος πίθηκος. Κάποιος άνθρωπος, κάποιο σπίτι.»
Τελειώνοντας το σημείωμα αυτό θα παραθέσουμε μερικές σκέψεις από τη βιογραφία ενός σύγχρονου φιλοσόφου, του Αυστριακού Λούντβιχ Βιτγκεστάϊν, γιατί είναι κατατοπιστικές επάνω στο θέμα που συζητάμε. Γράφει ο βιογράφος του. «Ο Βιτγκεστάϊν πίστευε, πως αν έφθανε στο σημείο να πιστέψει στο Θεό και στην Ανάσταση, δεν θα ήταν επειδή θα είχε βρει κάποια αποδεικτικά στοιχεία, αλλά επειδή θα είχε λυτρωθεί.
Η θρησκεία είναι αναπόσπαστα δεμένη με την επίγνωση των αδυναμιών μας. Η επίγνωση αυτή βρίσκεται στο κέντρο της θρησκευτικής κοσμοαντίληψης. Αν είμαι δυστυχισμένος και γνωρίζω ότι η δυστυχία μου αντικατοπτρίζει μια καταφανή ασυμφωνία , μεταξύ του εαυτού μου και της ζωής ως έχει, δεν έχω λύσει τίποτε. Θα είμαι σε λάθος δρόμο και δεν θα βρω ποτέ το μονοπάτι, να βγω απ΄ το χάος των συναισθημάτων και των σκέψεών μου, όσο δεν έχω αποκτήσει την υπέρτατη και κρίσιμη επίγνωση , ότι αυτή η ασυμφωνία δεν είναι λάθος της ζωής ως έχει, αλλά του εαυτού μου ως έχει .»(Ρέϊ Μονκ, Λούνβριχ Βιτγκεστάϊν, Το Χρέος της Μεγαλοφυϊας, εκδόσεις SCRIPTA).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου