Στην κωμόπολη της Δεσκάτης Γρεβενών, στον ανταρτοπόλεμο, γίνονταν οδομαχίες. Αντάρτες και στρατός χρησιμοποιούσαν οπλοπολυβόλα, ακόμα και όλμους. Στα σπίτια του ο πληθυσμός δεν αισθανόταν κανένας ασφαλής. Όλοι φοβόντουσαν και έτρεχαν όπου νόμιζαν ότι υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια π.χ. σε κάποιο σπίτι με υπόγειο ή χτισμένο με πέτρα. Τα περισσότερα ήτανε πλινθόκτιστα.
Ο φόβος έμοιαζε με αρρώστια, με πυρετό. Ο φόβος σε άλλους προκαλεί κρύο και σε άλλους θέρμη, όπως ψήνεσαι στον πυρετό. Και δεν υπήρχε χάπι να πιείς να ρίξεις τον πυρετό. Υπήρχαν όμως μερικοί που είχαν το χάρισμα να εμπνέουν στους άλλους και στα γυναικόπαιδα σιγουριά.
΄"Ενας από αυτούς, στο δικό μας καταφύγιο, ήταν ο παππούς μου Αγγελάκης. Μόλις ερχόταν θεράπευε τον πυρετό όλων κι αυτοί που ο φόβος του προκαλούσε κρύο, ένιωθαν ζεστασία , στην παρουσία του παππού μου. Εγώ ανήκα σε κείνους που ψήνονταν στην πυρετό. Η παρουσία του παππού μου είχε, όπως λέει το τραγούδι, τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες."
Τώρα ξέρω τί σημαίνει να φοβάται όλος ο πληθυσμός. Ο φόβος ήταν ίδιος με τον σημερινό που ενσπείρουν οι τηλεοράσεις και δεν υπάρχει κανείς να μην τον νιώθει στο πετσί του.
Ο κόσμος ,όπως τότε και τώρα, περιμένει να βρεθεί κάποιος να τον ηρεμήσει. Αλλά δεν βρίσκεται κάποιος Άγιος ή κάποιος πατέρας της Εκκλησία, να κοιτάξει στον ουρανό ψηλά και με υψωμένα τα χέρια, να κράξει, τρεις φορές, αυτά τα λόγια τουι Δέσποτα: "Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού και είδε και επίσκεψαι, την άμπελον ταύτην, και κατάρτισαι αυτήν , ήν εφύτευσεν η δεξιά σου."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου