III - Δρόμοι και όνειρα
9. Η αυγή
Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις στήλες από βούρκο
κι ένα τυφώνα από μαύρα περιστέρια
που τσαλαβουτούν στο σάπιο νερό.
Η αυγή της Νέας Υόρκης στενάζει
από τις τεράστιες σκάλες
ζητώντας στις άκρες
νάρδους ζωγραφισμένης αγωνίας. .
Η αυγή φτάνει και κανείς δεν τη γεύεται
γιατί εδώ δεν υπάρχει αύριο ούτε έγκυρη ελπίδα.
Φορές τα κέρματα σε παράφορα σμήνη
τρυπούν και καταβροχθίζουν εγκαταλειμμένα παιδιά.
Οι πρώτοι που βγαίνουν καταλαβαίνουν μέσα στα κόκκαλά τους
πως δε θα υπάρξει παράδεισος ούτε αγάπες που μάδησαν.
Ξέρουν ότι πηγαίνουν στο βούρκο από αριθμούς και νόμους,
στα παιχνίδια δίχως τέχνη, στους ιδρώτες χωρίς καρπό.
Αλυσίδες και θόρυβοι θάβουν το φως
σε ξεδιάντροπη πρόκληση επιστήμης δίχως ρίζες.
Στα προάστια υπάρχει ένας νυσταγμένος κόσμος που διστάζει
σαν να ‘χει μόλις βγει από ένα αιματηρό ναυάγιο.
Μετάφραση: Μόσχος Εμμανουήλ Λαγκουβάρδος
Poeta en
Nueva York 1929 – 1930
III – Calles y sueños9. La aurora La aurora de Nueva York tiene cuatro columnas de cieno y un huracán de negras palomas que chapotean en las aguas podridas. La aurora de Nueva York gime por las inmensas escaleras buscando entre las aristas nardos de angustia dibujada. La aurora llega y nadie la recibe en su boca porque allí no hay mañana ni esperanza posible. A veces las monedas en enjambres furiosos taladran y devoran abandonados niños. Los primeros que salen comprenden con sus huesos que no habrá paraísos ni amores deshojados; saben que van al cieno de números y leyes, a los juegos sin arte, a sudores sin fruto. La luz es sepultada por cadenas y ruidos en impúdico reto de ciencia sin raíces. Por los barrios hay gentes que vacilan insomnes |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου