Ἐγώ ταξιδεύω στόν κόσμο τῶν βιβλίων,
ἀναζητῶντας μία ἀπάντηση στό φόβο τοῦ θανάτου, πού μέ βασανίζει ἀπό μικρό
παιδί. Ἀπό τότε πού εἶδα τούς ἀνθρώπους νά σκοτώνονται μπροστά μου… Ἀναζητῶ στά
βιβλία, τόν τρόπο νά διώχνω τό φόβο καί μάλιστα τό μεγαλύτερο ἀπό ὄλους τούς
φόβους, τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἀναζητῶ ἀπαντήσεις στά βιβλία χωρίς νά παραγνωρίζω
τή δική μου πείρα καί τήν πείρα τῶν ἀνθρώπων πού συναντῶ στή ζωή μου. Ἀπ’ τήν
προσωπική μου πείρα κι ἀπ’ τήν πείρα τῶν ἄλλων ξέρω, πῶς τό πρῶτο πρᾶγμα πού
μάθαμε ἀπ’ τή μητέρα μας ἦταν τό τραγούδι, σάν ἕνας ὄμορφος τρόπος νά
καθησυχάζουμε τούς φόβους καί τίς ἀνησυχίες μας.
Ὅταν εἴμαστε παιδιά, αὐθόρμητα
ἐρχόταν στά χείλη μας τό τραγούδι, ὅταν περνούσαμε ἰδίως τίς νύχτες, ἀπό κάποιο
μέρος πού μᾶς φόβιζε. Δυστυχῶς τώρα μᾶς ἔκλεψαν καί τό τραγούδι, μᾶς ἔκλεψαν
τήν ψυχή μας, μέ ὑλικά ἀνταλλάγματα. Ἄν διαβάζαμε τήν Καινή Διαθήκη, μέ τό
ἐρώτημα τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, νομίζω θά μᾶς ἀπαντοῦσε: «Νά ἀγαπᾶτε, γιά νά μή
φοβᾶστε τό θάνατο. Ἡ ἀγάπη διώχνει τό φόβο. Νά ἀγαπᾶτε τά πνευματικά πράγματα
ὄχι τά ὑλικά πράγματα, πού φθείρονται. Νά μή θησαυρίζετε θησαυρούς γήινους,
ἀλλά νά θησαυρίζετε θησαυρούς οὐράνιους, γιά νά μή φοβᾶστε». Ἡ Καινή Διαθήκη
συνδέει τό φόβο μέ τήν ἐπιθυμία γιά τά ὑλικά πράγματα πού φθείρονται, γιά τό
κόσμο, πού ῥέει καί χάνεται μαζί καί ἡ ἐπιθυμία γιά τόν κόσμο αὐτόν.
Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ τήν ἀγάπη καί τό ζῆλο γιά τά πνευματικά πράγματα, τό
μεγαλύτερο ὄπλο κατά τοῦ φόβου. Αὐτή τήν ἀπάντηση δίνει ἡ Καινή Διαθήκη στό
ἐρώτημα γιά τό φόβο τοῦ θανάτου. Τήν ἴδια ἀπάντηση, μέ διαφορετικά λόγια,
δίνουν ὄλοι οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι στόν κόσμο, ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή μέχρι
σήμερα. Τήν ἴδια ἀπάντηση δίνει ὁ Ὄμηρος πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ὀδυσσέας,
γράφοντας γιά τό σῳτήριο νόημα τῆς ζωῆς του. Τό ἴδιο ἀπαντάει ὁ μέγιστος
ἀρχαῖος ποιητής τοῦ ὕμνου στόν νικητή τῆς πάλης Αἰγινήτη, γράφοντας γιά τήν
«Θεόσδοτη αἴγλη» γιά τό «ὄνειρο σκιᾶς» τόν ἄνθρωπο χωρίς τό νόημα τῆς ζωῆς
Ὁ φόβος τοῦ θανάτου συνδέεται μέ τήν ἐπιθυμία καί μέ τό χρόνο. Ὁ χρόνος,
εἰδικότερα ἡ στάση μας ἀπέναντι στό χρόνο, ἔχει σημασία γιά τό φόβο τοῦ
θανάτου. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας δέν εἶναι ἀπεριόριστος, τουλάχιστον γιά τό σῶμα.
Γιά τήν ψυχή ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτό πού πιστεύει κανείς, ἄν πιστεύει ὅτι εἶναι
θνητή, εἶναι ἀθάνατη ἤ ἀνύπαρκτη! Γιά τήν ψυχή ὁ Κάντ ἔκανε μία σπουδαία
ἐπισήμανση. Ὁ Κάντ ἀσχολήθηκε μέ τό ἐρώτημα, ἄν ἡ ψυχή μπορεῖ νά γνωρίζει
ἄμεσα, χωρίς τά αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ σώματος, ἄρα καί χωρίς τό ἴδιο τό σῶμα.
Ἄν ἡ ψυχή ἔχει τή δυνατότητα τῆς ἄμεσης γνώσης, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ συνείδηση
λειτουργεῖ καί μετά τό θάνατο τοῦ σώματος. Οἱ νεκροί ἔχουν πλήρη διαύγεια!
Ἡ θεωρία του τῆς καθαρῆς ἐποπτείας τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου (καθαρῆς μέ τήν ἔννοια τῆς ὕπαρξης τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, ἀνεξάρτητα ἀπό τά πράγματα καί τίς ψυχικές καταστάσεις), ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ψυχή ἔχει τήν ἱκανότητα τῆς ἄμεσης ἀντίληψης, δηλαδή τῆς ἀντίληψης χωρίς τά αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ σώματος. Ὁ Κάντ ἐπισήμανε ὅτι ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος
δέν εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῶν πραγμάτων καί τῶν ψυχικῶν καταστάσεων. Ἄν
ξέραμε, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δέν θά φοβούμασταν τό θάνατο, συμπέρανε ὁ μεγάλος
φιλόσοφος. Ὁ Κάντ διαπίστωσε μέ τή θεωρητική φιλοσοφία, αὐτό πού εἶναι κοινή
ἐμπειρία τῶν διορατικῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ ἀπειλή κατά τοῦ χρόνου, μᾶς γκρεμίζει συθέμελα, ἐπειδή ἀναιρεῖ ὄλες μας
τίς ἐπιθυμίες, πού ἀναπόφευκτα εἶναι συνδεδεμένες μαζί του. Οἱ γέροι μέ τό
μαρασμό τοῦ σώματος, ἔχουν ἀποσπαστεῖ ἀπό τόν μελλοντικό χρόνο κι ἀπό τίς
μελλοντικές κι ἀβέβαιες ἐπιθυμίες του.«Θλιβός ὁ πρίν καί ἔπειτα χρόνος». Ἡ
ἀνυπαρξία τοῦ «ἔπειτα χρόνου», δέν σημαίνει πολλά πράγματα γιά τό γέρο. Δέν
σημαίνει σχεδόν τίποτα. «Ἀς ζήσουμε σήμερα», λένε οἱ γέροι. «Αὔριο ἔχει ὁ
Θεός».
Ἡ ἀπειλή τοῦ μελλοντικοῦ χρόνου
τρομάζει τό νέο. Ἰσοδυναμεῖ μέ ὀλοκληρωτική καταστροφή. Πῶς θά μποροῦσε κι ὁ
νέος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ τήν προσκόλλησή του στόν μέλλοντα χρόνο, χωρίς νά
στερηθεῖ καμία ἀπ’ τίς χαρές τῆς ζωῆς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό τήν
ποιότητα τῶν ἐπιθυμιῶν του, ἀπό τά πράγματα πού ἐπιθυμεῖ. Ἀπό αὐτό, ὅπου ὁ νέος
βάζει τήν καρδιά του. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ καρδιά μας, ἐκεῖ βρίσκεται καί ὁ
θησαυρός μας. Ὅπου ὑπάρχει τό πτῶμα ἐκεῖ συγκεντρώνονται καί οἱ ἀετοί. Οἱ
ἐπιθυμίες μας ἀκολουθοῦν τήν τύχη τῶν ἐπιθυμητῶν πραγμάτων (Desiderata).
Ὁ κόσμος φθείρεται μαζί καί ἡ ἐπιθυμία γι’ αὐτόν. Μή θησαυρίζετε θησαυρούς,
πού οἱ κλέφτες τούς κλέβουν καί ἡ σκουριά καί τό σκουλήκι τούς ἀφανίζει, λέει
τό Εὐαγγέλιο. Ἄν ἡ καρδιά μας βρίσκεται στούς ἐπισφαλείς αὐτούς θησαυρούς,
φυσικό εἶναι νά φοβούμαστε, ὅτι μαζί τους θά ἀφανισθοῦμε καί ἑμεῖς. Ὁ φόβος μας
προέρχεται ἀπό τήν ἄμετρη ἐπιθυμία τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Ἕνας ἀποτελεσματικός
τρόπος νά μή φοβούμαστε εἶναι τό χιοῦμορ. Τό χιοῦμορ δημιουργεῖ τήν ἴδια ψυχική
ἀνάταση μέ τή μουσική καί τό τραγούδι.Ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπ’ τήν ποιότητα τοῦ
χιοῦμορ. Τό ἀνώτερο εἶδος τοῦ χιοῦμορ, σάν ἄρωμα πνευματικό, συνοδεύει τό
σύνολο τῶν ἀρετῶν, ἰδίως τήν ταπείνωση. Δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε αὐτό τό
χιοῦμορ, ὅσο εἴμαστε δοῦλοι τῶν παθῶν μας, ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, ματαιόδοξοι…
Μ’ ἀρέσει ν’ ἁκούω ἱστορίες γιά ἀνθρώπους, πού διατήρησαν τό χιοῦμορ τους,
μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς τους, ὅπως αὐτή τοῦ Γάλλου σκηνοθέτη
Φρανσουά Τρυφώ. Ὁ διάσημος σκηνοθέτης, λίγο πρίν μεταφερθεῖ στό χειρουργεῖο,
ζήτησε ἀπό τήν κόρη του νά ἐνημερώσει τή χήρα τοῦ φίλου του καί δασκάλου τοῦ
Ζάν Ρενουάρ: «Πές της, πῶς ἄν ὄλα πᾶνε καλά, θά’ ρθω νά πιοῦμε ἐκείνη τήν
περίφημη καλιφορνέζικη σαμπάνια. Ἀλλιῶς, θά ζητήσω ἀπ’ τόν Ζάν νά μέ ξεναγήσει,
στόν παράδεισο τῶν εὐτυχισμένων σκηνοθετῶν». Ἡ συνεχής μεταβολή καί ἡ ἀδιάκοπη
φθορά τοῦ κόσμου καί τῆς ἐπιθυμίας του, προκαλεῖ τό φόβο τοῦ θανάτου στήν ψυχή.
Σκεφτόμαστε ἀκόμα μέ τόν τρόπο πού σκέφτονται οἱ ἄνθρωποι 3.000 καί 4.000
χρόνια πρίν ἀπό σήμερα. Στόν Ὄμηρο ἡ λέξη «ὕπαρξη» σημαίνει τήν περιουσία τοῦ
ἀνθρώπου, τά «ὑπάρχοντά του». Τό ἴδιο καί στήν Παλαιά Διαθήκη.Οἱ περισσότεροι
ἄνθρωποι ταυτίζουν τήν ὕπαρξή τους μέ τό σῶμα τους. Ὁ σωματικός θάνατος γι’
αὐτούς εἶναι πλήρης, παντοτινή ἐξαφάνιση. Εἶναι ἡ κρύα, ἡ φριχτή ἔννοια τοῦ
«ποτέ πιά». Ἄν καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διεύρυνε τή συνείδησή μας. Ὁ
ἄνθρωπος μετά τόν Χριστό, δέν εἶναι τά ὑπάρχοντά του, οὖτε τό σῶμα του, οἱ
σκέψεις του, τά αἰσθήματά του, οἱ μῆμες του καί γενικά οἱ ψυχικές καταστάσεις
του. Αὐτά εἶναι περιεχόμενα τῆς ψυχῆς, δέν εἶναι ἡ ψυχή.
Ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος δέν εἶναι πλασμένος μέ τά στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου
καί δέν ἀκολουθεῖ τή μοίρα του. Ἡ ὕπαρξή μας συγκροτεῖται μέ πνεῦμα ἐλεύθερο
ἀπό τόν κόσμο καί τόν καταναγκασμό του. Ἡ συνείδηση, κατά τόν Λόκ,
ἀντιλαμβάνεται ὁτιδήποτε ἐκδηλώνεται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Παρατηρεῖ τίς
ἐσωτερικές λειτουργίες τῆς ψυχῆς. Παρατηρεῖ τίς ἀντιλήψεις μας, τά διανοήματά
μας, τίς ἀμφιβολίες μας, τίς γνώσεις μας, τίς ἐπιθυμίες μας, τίς προθέσεις μας.
Ἡ συνείδησή μας παραμένει ἀλώβητη, ἀκόμα κι ἄν τά περιεχόμενα τῆς ψυχῆς
μεταβληθοῦν ἤ χαθοῦν. Ἐξακολουθεῖ νά παρατηρεῖ καί νά ἐπισημαίνει ὁτιδήποτε
ἐκδηλώνεται μέσα στήν ψυχή.
Ἡ συνείδηση λειτουργεῖ χωρίς τά αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ σώματος, ὅπως γίνεται
φανερό ἀπ’ τήν καθαρή ἐποπτεία τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Πρᾶγμα πού σημαίνει
ὅτι οἱ νεκροί ἔχουν πλήρη διαύγεια. Ὁ φόβος δέν εἶναι γιά τούς ἄλλους. Ὁ φόβος
εἶναι γιά τόν ἑαυτό μας, ἐπειδή δέν πιστεύουμε στό Θεό. Αὐτό εἶναι τό ἀπαύγασμα
τῆς σκέψης, ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι. Ὅσο ὑπάρχουν ἅγιοι, μεγάλοι ποιητές,
καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ἐπιστήμονες, ἄξιοι τοῦ ὀμόματός τους, κ.α. Ἐνδεικτικά
ἀναφέρουμε τόν Καβάφη, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἕνας ἀπ’ τούς πιό μεγάλους σύγχρονους
ποιητές, ἄν ὄχι ὁ πιό μεγάλος σύγχρονος ποιητής τοῦ κόσμου: Δέν θά φοβᾶσαι,
γράφει στήν «Ἰθάκη» του, «ἄν μέν’ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἄν ἐκλεκτή/συγκίνησις τό
πνεῦμα καί τό σῶμα σου ἀγγίζει».
"Πνευματικός καθρέφτης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου