Του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου
Η κινηματογραφική ταινία του Κουροσάβα «Ο Καταδικασμένος >αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου, που μαθαίνει ότι πάσχει από σοβαρή ασθένεια, η οποία σε έξι μήνες θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Ο ήρωας της ταινίας, ο Βατανάντε, ένας μεσόκοπος ανώτερος δημοτικός υπάλληλος, που ετοιμάζεται να πάρει τη σύνταξη του, ύστερα από τριάντα ετών ανούσια δημοσιοϋπαλληλική ζωή, μαθαίνει ότι σε λίγους μήνες θα πεθάνει. «Ένιωσα πανικό», λέει« όπως ένιωσα όταν, παιδί, θα πνιγόμουν μέσα σε μια χαβούζα. Που δεν είχα από πού να πιαστώ και που όλοι ήταν μακριά μου».
Ίσως όλοι θέτουν αυτό το ερώτημα στον εαυτό τους, τι θα έκαναν αν τους έμεναν μόνο πέντε μήνες ζωής. Και όλοι ίσως να απαντούν ότι θα έκαναν αυτό που δεν έκαναν μέχρι τότε, ώστε να μοιάζει η ζωή τους, σαν να ξοδεύτηκε στα χαμένα. Αυτό προσπάθησε να κάνει κι ο Βατανάντε ακούγοντας τη συμβουλή ενός καλού ανθρώπου, ενός νεαρού συγγραφέα, που γνώρισε στο μπαρ. «Ξέρετε ... έχω εδώ επάνω μου 50.000 γιεν τα οποία θέλω να ξοδέψω μια κι έξω. Και το λυπηρό είναι, ότι δεν ξέρω πώς να το κάνω.»
Ο Βατανάντε, μαζί με το νεαρό συγγραφέα το ρίχνουν για λίγες μέρες στις διασκεδάσεις με γυναίκες στα ξενυχτάδικα και στις χαρτοπαιχτικές λέσχες, ώσπου να συνειδητοποιήσει, ότι δεν ήταν αυτό που του έλειπε στη ζωή του. Αυτό που του έλειπε ήταν η δημιουργικότητα. Είχε καταδικάσει τον εαυτό του στο να μην κάνει τίποτα και τριάντα χρόνια να είναι ένα γρανάζι στη μηχανή μιας απέραντης γραφειοκρατίας. Γι' αυτό όσο του έμενε ακόμα καιρός δόθηκε με ενθουσιασμό στην πραγματοποίηση ενός έργου, συγκεκριμένα στην μετατροπή μιας χαβούζας σε πάρκο, έργο που του γέμισε τη ζωή και δεν τον άφησε να νιώσει την αγωνία του θανάτου.
Το μήνυμα του έργου είναι ότι μπορεί ο άνθρωπος να ξεπεράσει την αγωνία του θανάτου με την πληρότητα της ζωής. Η ολοκληρωμένη ζωή είναι πιο δυνατή κι από το θάνατο, φαίνεται να πιστεύει ο Κουροσάβα, εννοώντας πληρότητα ζωής την ανιδιοτελή αγάπη. Ο ίδιος βάζει στο στόμα του νεαρού συγγραφέα τα παρακάτω λόγια προς τον ήρωα του έργου: «Είναι αλήθεια αυτό που λένε για την ευγένεια της δυστυχίας. Η δυστυχία διδάσκει. Ο καρκίνος σας άνοιξε τα μάτια για να δείτε τη ζωή σας. Ανέμελοι όλοι μας.. Μόνο όταν πλησιάζει ο θάνατος βλέπουμε την ομορφιά της ζωής. Αλλά λίγοι από μας ξέρουν πως θα αντιμετωπίσουν το θάνατο. Είστε υπέροχος. Στην ηλικία σας επαναστατείτε κατά της ζωής σας . Είσαστε σκλάβος της ζωής σας. Τώρα γίνεστε αφέντης της. Καθήκον μας είναι να χαιρόμαστε τη ζωή. Είναι δώρο απ' το Θεό. Να είμαστε άπληστοι για τη ζωή. Δεν είναι αμαρτία αυτό. Αυτή η απληστία είναι αρετή. Πάμε να διεκδικήσετε τη ζωή που χάσατε.»
Βέβαια ο νεαρός συγγραφέας εννοούσε απληστία για τη ζωή τις διασκεδάσεις, ενώ ο ήρωας του έργου κατάλαβε πως αυτό που μας σώζει δεν είναι οι διασκεδάσεις, αλλά η έμπρακτη και ανιδιοτελής αγάπη γι' αυτούς που την έχουν ανάγκη. Είναι ενδεικτική η στιχομυθία που ακολουθεί για την ανούσια ζωή που έκανε ο ήρωας πριν αρρωστήσει. Μιλάει με μια κοπέλα που παραιτήθηκε απ' την υπηρεσία. «Γιατί παραιτείσαι:» «Βαρέθηκα. Κάθε μέρα είναι ακριβώς ίδια με την προηγούμενη. Δεν συμβαίνει τίποτα καινούριο. Ενάμισι χρόνο άντεξα στην Υπηρεσία. Το μόνο καινούριο που συνέβη, ήταν η δική σας απουσία. (Αναφέρεται στη δική του υπηρεσία): «Τριάντα χρόνια σ' αυτό το φοβερό μέρος. Πεθαίνω που το σκέφτομαι.»
"Ο Θεός του Θερισμού", Διανομή, Βιβλιοπωλεία "Παιδεία", Λάρισα
Η κινηματογραφική ταινία του Κουροσάβα «Ο Καταδικασμένος >αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου, που μαθαίνει ότι πάσχει από σοβαρή ασθένεια, η οποία σε έξι μήνες θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Ο ήρωας της ταινίας, ο Βατανάντε, ένας μεσόκοπος ανώτερος δημοτικός υπάλληλος, που ετοιμάζεται να πάρει τη σύνταξη του, ύστερα από τριάντα ετών ανούσια δημοσιοϋπαλληλική ζωή, μαθαίνει ότι σε λίγους μήνες θα πεθάνει. «Ένιωσα πανικό», λέει« όπως ένιωσα όταν, παιδί, θα πνιγόμουν μέσα σε μια χαβούζα. Που δεν είχα από πού να πιαστώ και που όλοι ήταν μακριά μου».
Ίσως όλοι θέτουν αυτό το ερώτημα στον εαυτό τους, τι θα έκαναν αν τους έμεναν μόνο πέντε μήνες ζωής. Και όλοι ίσως να απαντούν ότι θα έκαναν αυτό που δεν έκαναν μέχρι τότε, ώστε να μοιάζει η ζωή τους, σαν να ξοδεύτηκε στα χαμένα. Αυτό προσπάθησε να κάνει κι ο Βατανάντε ακούγοντας τη συμβουλή ενός καλού ανθρώπου, ενός νεαρού συγγραφέα, που γνώρισε στο μπαρ. «Ξέρετε ... έχω εδώ επάνω μου 50.000 γιεν τα οποία θέλω να ξοδέψω μια κι έξω. Και το λυπηρό είναι, ότι δεν ξέρω πώς να το κάνω.»
Ο Βατανάντε, μαζί με το νεαρό συγγραφέα το ρίχνουν για λίγες μέρες στις διασκεδάσεις με γυναίκες στα ξενυχτάδικα και στις χαρτοπαιχτικές λέσχες, ώσπου να συνειδητοποιήσει, ότι δεν ήταν αυτό που του έλειπε στη ζωή του. Αυτό που του έλειπε ήταν η δημιουργικότητα. Είχε καταδικάσει τον εαυτό του στο να μην κάνει τίποτα και τριάντα χρόνια να είναι ένα γρανάζι στη μηχανή μιας απέραντης γραφειοκρατίας. Γι' αυτό όσο του έμενε ακόμα καιρός δόθηκε με ενθουσιασμό στην πραγματοποίηση ενός έργου, συγκεκριμένα στην μετατροπή μιας χαβούζας σε πάρκο, έργο που του γέμισε τη ζωή και δεν τον άφησε να νιώσει την αγωνία του θανάτου.
Το μήνυμα του έργου είναι ότι μπορεί ο άνθρωπος να ξεπεράσει την αγωνία του θανάτου με την πληρότητα της ζωής. Η ολοκληρωμένη ζωή είναι πιο δυνατή κι από το θάνατο, φαίνεται να πιστεύει ο Κουροσάβα, εννοώντας πληρότητα ζωής την ανιδιοτελή αγάπη. Ο ίδιος βάζει στο στόμα του νεαρού συγγραφέα τα παρακάτω λόγια προς τον ήρωα του έργου: «Είναι αλήθεια αυτό που λένε για την ευγένεια της δυστυχίας. Η δυστυχία διδάσκει. Ο καρκίνος σας άνοιξε τα μάτια για να δείτε τη ζωή σας. Ανέμελοι όλοι μας.. Μόνο όταν πλησιάζει ο θάνατος βλέπουμε την ομορφιά της ζωής. Αλλά λίγοι από μας ξέρουν πως θα αντιμετωπίσουν το θάνατο. Είστε υπέροχος. Στην ηλικία σας επαναστατείτε κατά της ζωής σας . Είσαστε σκλάβος της ζωής σας. Τώρα γίνεστε αφέντης της. Καθήκον μας είναι να χαιρόμαστε τη ζωή. Είναι δώρο απ' το Θεό. Να είμαστε άπληστοι για τη ζωή. Δεν είναι αμαρτία αυτό. Αυτή η απληστία είναι αρετή. Πάμε να διεκδικήσετε τη ζωή που χάσατε.»
Βέβαια ο νεαρός συγγραφέας εννοούσε απληστία για τη ζωή τις διασκεδάσεις, ενώ ο ήρωας του έργου κατάλαβε πως αυτό που μας σώζει δεν είναι οι διασκεδάσεις, αλλά η έμπρακτη και ανιδιοτελής αγάπη γι' αυτούς που την έχουν ανάγκη. Είναι ενδεικτική η στιχομυθία που ακολουθεί για την ανούσια ζωή που έκανε ο ήρωας πριν αρρωστήσει. Μιλάει με μια κοπέλα που παραιτήθηκε απ' την υπηρεσία. «Γιατί παραιτείσαι:» «Βαρέθηκα. Κάθε μέρα είναι ακριβώς ίδια με την προηγούμενη. Δεν συμβαίνει τίποτα καινούριο. Ενάμισι χρόνο άντεξα στην Υπηρεσία. Το μόνο καινούριο που συνέβη, ήταν η δική σας απουσία. (Αναφέρεται στη δική του υπηρεσία): «Τριάντα χρόνια σ' αυτό το φοβερό μέρος. Πεθαίνω που το σκέφτομαι.»
"Ο Θεός του Θερισμού", Διανομή, Βιβλιοπωλεία "Παιδεία", Λάρισα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου