Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
ΣΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΠΗΓΑ ΝΑ ΡΩΤΗΣΩ πόσα είναι τα ταχυδρομικά τέλη για μια κάρτ –ποστάλ. «Ενενήντα λεπτά» λέει μια πρόσχαρη νεαρή γυναίκα πίσω από το τζάμι του ταμείου. «Αυτό ήθελα μόνο». «Να σας δώσω και τα γραμματόσημα». Δεν είχα σειρά. Μου τα δίνει. Την ευχαριστώ πάρα πολύ. Με ευχαριστεί πολύ και εκείνη.
ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΤΣΑΝΤΑ ΜΕ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ έρχεται στο καφέ Όρμπι. «Του άρεσε το παλτό μου» λέει για μένα και δίνει ένα πορτοκάλι σε μένα, ένα στην κυρία στο μπαρ και ένα στην αδερφή της. «Τι ωραία που σας πηγαίνει το καπέλο σας» λέει σε μένα, δίνοντάς μου το πορτοκάλι.
Προχθές τη συνάντησα στο δρόμο και της έκανα κοπλιμέντο για το καμηλό παλτό της. Το καλό έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις στην ψυχή αλλά και στον εξωτερικό κόσμο . Η μικρή ιστορία που θα σας αφηγηθώ παρακάτω είναι μια παραβολή.
Στην Κάλυμνο, όταν υπηρετούσα εκεί, δεν ήμουν παντρεμένος. Δεν είχα παιδιά κι αγαπούσα όλα τα παιδιά σαν δικά μου. Μόλις με έβλεπαν να περνώ στη γειτονιά , έτρεχαν χαρούμενα όλα μαζί κι έρχονταν κοντά μου , με γέλια και χαρές.
Το ίδιο έκαναν και στον Ρομπέρτο, αλλά σε κείνον πλησίαζαν πιο πολύ και τον έπιαναν από τα φαρδιά του παντελόνια. Ο Ρομπέρτος έτσι καθώς ήταν ψηλός και άβολος, έμοιαζε με κανέναν πελαργό που τον έπιαναν από τις φτερούγες και προχωρούσε όλος ο χορός μαζί , με βήμα θριαμβικό.
Ανάμεσα στα παιδάκια αυτά ήταν κι ένα μικρό κοριτσάκι, πολύ πιο μικρό από όλα. Αυτό δεν πλησίαζε όπως τα άλλα. Έμενε στην άκρη. Κι όταν έφευγαν όλα και μέναμε οι δυο, το χαιρετούσα «γεια σου Ελένη», αλλά δεν απαντούσε. Μόνο όταν ήταν να στρίψω στη γωνία, μου φώναζε, «Μόσχο». Αυτό. Τίποτε άλλο.
Γιατί αφηγήθηκα την ιστορία αυτή της μικρής Ελένης. Γιατί θέλοντας να της δίνω καμιά καραμέλα, σαν ευγνωμοσύνη , γέμιζα τις τσέπες μου και έδινα σε όλα τα παιδάκια.
Αν ήταν τότε πέντε χρονών νήπιο, τώρα θα είναι σαράντα πέντε χρονών ώριμη γυναίκα.
ΕΒΑΨΑΝ ΜΕ ΑΣΠΡΟ ΧΡΩΜΑ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ του αυτοκινήτου κι η ιδιοκτήτρια μια νεαρή, φορώντας σφιχτό κολλάν έτριβε τα τζάμια με τρόπο που δονούνταν όλο το κορμί της.
Το ίδιο έκανε δίπλα της και μια μεσόκοπη κυρία στο δικό της αυτοκίνητο. Αυτή ήταν καλά ντυμένη, με παλτό, γιατί έκανε παγωνιά.
«Δεν βγαίνει το χρώμα,» λέει λυπημένα η νεαρή κοπέλα στη μεσόκοπη. Κοιτάζω το πρόσωπο της μεσόκοπης και μου αρέσει η στωικότητα που εκφράζει.
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΛΕΝΕΙ ΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΗΣ. Της λέω ¨καλημέρα» σαν ένα ευχαριστώ που έχει πάντα τη βεράντα της τόσο καθαρή. Στο τραπέζι πάντα έχει ένα καινούριο καλοσιδερωμένο τραπεζομάντυλο και μια γλάστρα με ένα ζωηρό λουλούδι.
Περνάμε λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου να βεβαιωθεί , αν είναι αληθινός ο χαιρετισμός ή αν είναι πείραγμα. «Καλημέρα» απαντάει και ησυχάζω κι εγώ γιατί δεν θα ήθελα να αλλάξω δρόμο και να μην περνώ από την όμορφη βεράντα της
Πιστεύω ότι αυτοί που αγαπούν την ομορφιά, είναι οι πιο κοινωνικοί ΄άνθρωποι. Θα αρρωστήσουμε όλοι με αυτήν την ασχήμια.
Ποιος θα πείσει τους χωρικούς που άφησαν τα χωριά του κάμπου κι ήρθαν στις πόλεις, χωρίς στοιχειώδη καλαισθησία;
Copyright: Μ.Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου