Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
Νιώθω το Σεφέρη υπήρξε διακριτικός στην ομιλία του στους Σουηδούς. Μου θυμίζει τους φοιτητές της επαρχίας, που όταν ερχόταν ο πατέρας τους απ΄ το χωριό να τους δει , τον έκρυβαν. Τους πρόσβαλε η εμφάνισή του κι αυτοί έδειχναν την αγνωμοσύνη τους στο γέρο τους. Ευγνωμοσύνη για την επιστήμη τους , αγνωμοσύνη για το γέρο τους. Κι όμως όταν ένας αγράμματος έχασε τον πατέρα του, είπε" Έχασα το μόνο άνθρωπο που όταν θα με έβλεπε στο δρόμο του, θα με καμάρωνε." Σε κάποια παράδοση παρομοιάζουν τη χαρά της φώτισης, με τη χαρά να δεις τον πατέρα σου στο δρόμο. Δεν ξέρω πώς θα παρομοίαζαν τη συνάντηση με τον πατέρα τους στο δρόμο, αν είχαν λάβει κι αυτοί βραβείο Νόμπελ. Κρίμα!
Κι αφού ο Σεφέρης από ό,τι φαίνεται από την ομιλία του δεν θα ένιωθε καλά, αν ο πατέρας του ήταν κάποιος ελάχιστος, κάποιος χωριάτης, κάποιος φτωχός και ρακένδυτος, οπωσδήποτε δεν ένιωσε καλά να εκφράσει μια μικρή ευγνωμοσύνη στον Κύριο Ιησού Χριστό στην Παναγία Μητέρα Του και στη φίλη Ορθοδοξία, την αγαπημένη μας, που αυτή διέσωσε και τη γλώσσα. Αλλά εδώ είναι κάπως συγκεχυμένα τα πράγματα μετά τη σχολή του Τριάντα και τους δημοτικιστές. Είναι λοιπόν η ελληνική γραπτή γλώσσα δημιούργημα των λογίων ή είναι όπως πιστεύουν οι δημοτικιστές δημιούργημα του Λαού; Κι αφού επέβαλαν την άποψή τους ότι είναι δημιούργημα του Λαού, χάριν του Λαού επέβαλαν την προφορική γλώσσα , ως γραπτή και κατήργησαν την ελληνική γραπτή γλώσσα, χάριν της μικροπολιτικής και του κομματικού φανατισμού τους.
Τί κρίμα. Ο Σεφέρης θυμήθηκε ακόμα και τον Οιδίποδα, τις Ερινύες, τη Σφίγγα, αλλά δεν θυμήθηκε την Ορθοδοξία, τους Αγίους και πρό πάντων τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και την Παναγία.
Θα παραθέσω ένα κινέζικο ποίημα του Χαν Σαν, ποιητή του 6ου αιώνα μ.Χ. γιατί είναι τόσο απλό, και τόσο αληθινό στην κεντρική του ιδέα, που είναι ότι η μόνη χαρά στον ποιητή είναι η χαρά να γράφει.
Εδώ μαραινόμαστε μια φούχτα φτωχοί σπουδαστές
χτυπημένοι από την έσχατη φτώχεια και το κρύο.
Έξω απ΄ τη δουλειά η μόνη μας χαρά είναι η ποίηση
Γράφουμε, γράφουμε, στίβουμε το μυαλό μας.
Ποιος θα διαβάσει τη δουλειά τέτοιων ανθρώπων;
Θα γλίτωνες τα μάτια σου.
Θα γράφαμε τα ποιήματά μας σε παξιμάδια.
Μα και τα αδέσποτα σκυλιά δε θα καταδέχονταν να τα δαγκώσουν.
Ο λαός μας που μεταφέρει τη σοφία των λογίων πιστεύει ότι ο ποιητής μετά τον θάνατον δοξάζεται. Και μια που αναφέραμε τους ΚΙνέζους, ο Κομφούκιος πίστευε ότι οι τιμές, όταν η οδός δεν τηρείται, είναι ντροπή!
Είναι πάντα ενδιαφέρουσες οι θέσεις σας. Ο παραλληλισμός με τον πατέρα ωραίος- αν και δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Η παράθεση του Κινέζου ποιητή προσθέτει πολλά από πλευράς γοητείας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι για το σχόλιό σας στην ανάρτησή μου. Η ενδιαφέρουσα τοποθέτησή σας μου έδωσε την αφορμή για την διατύπωση ορισμένων σκέψεων εδώ:
http://porfyras.wordpress.com/2011/06/05/%CF%80%CF%81%CE%AD%CF%80%CE%B5%CE%B9-%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF-%CF%8C%CF%80%CE%BF/