25.10.10

Αναμνήσεις και συναντήσεις

Του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου


Μετά χαράς, αγαπητή φίλη Δήμητρα, ανταποκρίνομαι στην πρόσκλησή σου να γράψω αυτές τις γραμμές για τον ποιητή Νίκο Καββαδία. Γράφοντας δεν εκπληρώνω μόνο μια φιλική εντολή, αλλά και ένα χρέος προς τον ποιητή, ο οποίος υπήρξε από τους λίγους, που με ενθάρρυναν να γράφω. Να που ήρθε η στιγμή, περίπου μισό αιώνα μετά, να του εκφράσω δημοσίως την ευγνωμοσύνη μου.

Μιλώντας για ένα ποιητή κινδυνεύεις να μην μιλάς για τον ίδιο αλλά για τον εαυτό σου ή για οτιδήποτε άλλο. Μια φορά κάποιος μιλούσε για τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Μετά το τέλος της ομιλίας, ο Αναγνωστάκης που ήταν παρών και άκουσε την ομιλία , είπε στον ομιλητή: <<Καλά τας είπες , αλλά δε μιλούσες για μένα>>.

Ο Αναγνωστάκης έχει δίκιο. Ποτέ δεν μπορείς να αποδώσεις τι νιώθει ο ποιητής ή να περιγράψεις τις σκέψεις και τα αισθήματα που εκφράζουν τα ποιήματα. Το ίδιο συμβαίνει με τη μουσική. Την ποίηση και την μουσική πρέπει να τις αφήνεις να μιλούν οι ίδιες για τον εαυτό τους.

Συνάντησα τον Νίκο Καββαδία στο γραφείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου και γίναμε αμέσως οικείοι, λόγω της κοινής φιλίας μας μαζί του. Ήταν οι μέρες που είχε εκδοθεί από τη Διαγώνιο η πρώτη μου ποιητική συλλογή <<Στον Κήπο>>. Ήμουν γεμάτος αμφιβολία για την αξία των μικρών ποιημάτων της συλλογής και δεν μπορούσα να καταλάβω τον ενθουσιασμό του Χριστιανόπουλου. Με τον ίδιο ενθουσιασμό μίλησε για μένα και στον Καββαδία δίνοντάς του ένα αντίτυπο του βιβλίου. Εκείνος το κράτησε στο χέρι του και διάβαζε πότε- πότε κάποιο στίχο, χωρίς να κάνει λόγο για το βιβλίο.

Χάρηκα που δεν το αγνόησε αφήνοντάς το σε κάποια άκρη κι όλη την ώρα το κρατούσε στο χέρι του. Το γεγονός αυτό το ερμήνευσα ως συμπάθεια προς το βιβλίο, που πέρα από την αξία των στίχων ήταν ένα όμορφο βιβλίο με την υπογραφή του Χριστιανόπουλου και του Καρόλου Τζίζεκ.

Όλη την ώρα της αναμονής της γνώμης του Καββαδία για την πρώτη ποιητική μου συλλογή ένιωθα μέσα μου ανάμικτα αισθήματα. Για ένα πράγμα μόνο ήμουν βέβαιος: για το ότι είχα απέναντί μου έναν καλοπροαίρετο, ευγενικό άνθρωπο. Ό,τι και να μου έλεγε για το βιβλίο μου , ακόμα και μια αρνητική γνώμη δεν θα με δυσαρεστούσε, γιατί η φιλική του διάθεση ήταν το πιο σπουδαίο για μένα. Ήμουν χαρούμενος που είχα τη σπάνια τύχη να γνωρίσω έναν ποιητή. Οι νέοι της επαρχίας που έγραφαν εκείνη την εποχή είχαμε εξιδανικεύσει τους ποιητές και συγγραφείς. Όταν όμως γνωρίσαμε από κοντά κάποιους από αυτούς , χάσαμε την πίστη μας. <<Αν θέλεις να χάσεις την πίστη σου στην ποίηση, πιάσε φιλίες μ’ έναν ποιητή>>.

Ο Καββαδίας με το ρομαντικό φωτοστέφανο του αιώνιου ταξιδιώτη της θάλασσας ήταν διαφορετικός. Ίδίως για μένα , που έφτανε να είναι κανείς ναυτικός για να περάσει στη σφαίρα του ιδανικού. Ακόμα κι αν ήταν οικείος μου, που η οικειότητα σκοτώνει τη γοητεία της απόστασης.

Κάποια στιγμή ο Καββαδίας στάθηκε κοιτάζοντας κάποιον πίνακα, το γραφείο του Ντίνου ήταν και μια μικρή πινακοθήκη, η περίφημη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου και στάθηκα κι εγώ δίπλα του. Ο Καββαδίας στράφηκε προς εμένα και μου είπε μόνο δυο λέξεις: <<Να γράφεις>>.

Από τότε πέρασαν πενήντα χρόνια περίπου και ποτέ δεν έπαψα να γράφω. Το γράψιμο είναι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου, ιδίως από τότε που το γράψιμό μου είναι μια προσευχή.

Πιστεύω ότι του άρεσαν τα ποιήματά μου, γιατί όπως και τα δικά του και του Χριστιανόπουλου είναι ποιήματα των πραγμάτων . Το θέμα τους είναι ο ίδιος ο ποιητής. Τα ίδια τα πράγματα γράφουν για τον εαυτό τους. Τα πράγματα και τα γεγονότα κάνουν ένα ποίημα για τον εαυτό τους. Ο Καβάφης το είπε καθαρά: <<Το θέμα μου είναι ο εαυτός μου>>. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία ότι το θέμα αυτών των ποιητών είναι ο εαυτός τους.

Ύστερα από καιρό κουβεντιάζοντας με το Χριστιανόπουλο για τον Καββαδία, ο Ντίνος μου είπε λυπημένος, πως , δυστυχώς, ο Καββαδίας αντέγραψε κάποιον Γάλλο ποιητή. Ο Χριστιανόπουλος προτιμούσε να είναι κανείς μέτριος ποιητής απ΄ το να αντιγράφει, όσον κι αν τα ποιήματά του έχουν αξία. Δεν πίστευε ότι ο Καββαδίας μπορούσε να αντιγράψει κάποιον άλλον. Το αίσθημά του στην ποίησή του σε έπειθε για την γνησιότητά του. Ο Χριστιανόπουλος αγαπούσε και θαύμαζε τον Καββαδία.

Έφυγα από το γραφείο του με ανάμικτα αισθήματα. Δεν ήθελα να χαλάσει η εικόνα που σχημάτισα για τον ευγενικό ποιητή. Χάρηκα όταν λίγο καιρό αργότερα ο Χριστιανόπουλος μου είπε, πως η ποίηση του Καββαδία είναι πολύ ανώτερη από εκείνη του Γάλλου ποιητή και δεν μπορούσε να είναι αντιγραφή.

Λένε ότι τους ποιητές οι τελευταίοι που τους ξεχνούν είναι οι μιμητές τους.
Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχουν κάποιοι που δεν τους ξεχνούν ποτέ. Είναι οι νέοι τους οποίους ενθάρρυναν στα πρώτα τους βήματα. Χρόνια πασχίζω να μάθω κάποιο μουσικό όργανο ως αυτοδίδακτος, βιολί ή βιολοντσέλο. Το μόνο τραγούδι που έμαθα να παίζω κάπως υποφερτά είναι το τραγούδι με τους στίχους του Καββαδία:

<< Έπεσε το πούσι αποβραδύς.
Το καραβοφάναρο σβησμένο.
Κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
Μέσ’ στην τιμονιέρα να με δεις>>.

Ευχαριστώ.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου