8.3.10

«Ούτε ο διάβολος μπορεί να κάνει τίποτε σ΄ αυτόν που γελάει»

Του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

"Διεγέλα τα πάντα, γέλωτος ορών άξια,
τα τοις πολλοίς σπουδαζόμενα"
(Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος)
(πηγή: Τρελο-γιάννης)

«Ούτε ο διάβολος μπορεί να κάνει τίποτε σ΄ αυτόν που γελάει». Άρα ούτε οι πολιτικοί είναι τόσο επικίνδυνοι , αφού ο κόσμος γελάει όπως κάνει πάντα με τις δικτατορίες, τους ολοκληρωτισμούς και την πολιτική βία. Οι πολιτικοί είναι σαν να βγήκαν μέσα από ανέκδοτα με κουφούς ή μέσα από κάποιο έργο των αδελφών Μαρξ, του χοντρού λιγνού ή των δικών μας κωμικών του ελληνικού κινηματογράφου. Στη λαϊκή μουσική επίσης συναντάμε στις μέρες μας το κωμικό στοιχείο που δείχνει τη διάθεση του ελληνικού λαού να αντισταθεί στην πολιτική βία με το γέλιο. Ένα από τα τελευταία λαϊκά τραγούδια ανήκει στην κατηγορία των παρηγορητικών τραγουδιών είναι αυτό που εκθειάζει τη χρησιμότητα που έχει το μπεγλέρι αυτόν τον δύσκολο καιρό. Το τραγούδι παρηγορεί τον σημερινό Έλληνα με το μπεγλέρι. Σε κάθε δυσκολία, λέει το τραγουδάκι να μια συμβουλή: «Το καλύτερο μπεγλέρι/ είναι τα κλειδιά στο χέρι./ Τάκα τάκα, τάκα τάκα/ κι όλα τα ξεχνάς ατάκα.»

Το παρακάτω ανέκδοτο με τους κουφούς είναι ένας καθρέφτης της ασυνεννοησίας των πολιτικών με τον κόσμο. Ή οι πολιτικοί παριστάνουν τους κουφούς ή κουφάθηκαν κι αυτοί αφού προηγουμένως «κούφαναν» τον κόσμο. Να τι λέει το χαριτωμένο ανέκδοτο με τους κουφούς: Ένα κουφός συναντάει έναν άλλο κουφό, θεόκουφο, που έχει στη μασχάλη του ένα καλάμι ψαρέματος και τον ρωτάει: «Για ψάρεμα πας;» «Όχι, πάω για ψάρεμα» απαντάει ο δεύτερος. «Κι εγώ νόμισα πως πας για ψάρεμα», λέει ο πρώτος. Το ανέκδοτο αυτό θυμίζει τη στιχομυθία ανάμεσα σ΄ ένα δημοσιογράφο και στον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο δημοσιογράφος ρώτησε αν η κυβέρνηση θα επιβάλει κι άλλους φόρους αλλά κανένας δεν κατάλαβε τίποτα.
Είναι γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν εμπνέουν πλέον εμπιστοσύνη στον κόσμο. Αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος δεν τους πιστεύει κι αυτό τους χαλάει τη διάθεση. Γίνονται άσχημοι και κακοί. Σαν μια γυναίκα που όσο είχε ένα μαγαζί ήταν όμορφη, αλλά όταν δημιούργησε μια αλυσίδα μαγαζιών έγινε κακάσχημη. Έδειχνε κακία στο πρόσωπο, θύμωνε εύκολα, δεν ήταν καλή και δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Οι πελάτες της άρχισαν σιγά σιγά να αραιώνουν, ώσπου αρρώστησε. Παρόμοια εσωτερική διάλυση απειλεί και τον πολιτικό επειδή ο κόσμος ξύπνησε και δεν έχει εμπιστοσύνη στους πολιτικούς που αναλαμβάνουν να μεσολαβήσουν για τη λύση όλων των προβλημάτων σαν τους επαγγελματίες προξενητές που θέλουν να τους παντρέψουν όλους. Η ζωή όμως τους έβαλε στο περιθώριο.

Μια φορά ένας προξενητής πήγε με τον υποψήφιο γαμβρό στο σπίτι της νύφης.
«Φαίνονται πλούσιοι» είπε ψιθυριστά ο υποψήφιος γαμπρός στον προξενητή. «Πάρα πολύ», συμπλήρωσε ο προξενητής. «Και είναι όλα αυτά δικά τους;» ρώτησε ο υποψήφιος δείχνοντας τα έπιπλα, τα χρυσαφικά, τα ασημικά, τα κρύσταλλα... «Και βέβαια είναι δικά τους» είπε ο προξενητής. «Και ποιος μας βεβαιώνει , ότι δεν τα έχουν δανειστεί απ΄ τους γείτονες» λέει ο υποψήφιος με καχυποψία . «Α, μπα. Ποιος τους εμπιστεύεται;» λέει ο προξενητής που συνήθισε να υπερθεματίζει σε όλα.
Οι πολιτικοί βιάζονται επίσης και υπερθεματίζουν για να πείσουν τον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν τους πιστεύει πια. Ο κόσμος ακόμα γελάει πράγμα που σημαίνει πως ούτε ο διάβολος μπορεί να του κάνει τίποτε, ούτε φυσικά οι πολιτικοί όσο επικίνδυνοι κι αν είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου