21.1.09

Μόσχος Λαγκουβάρδος, ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Στην άγρια φύση, στα βάθη της Αλάσκα, κατέφυγε ο Κρίστοφερ Μακάντλες, ένας Αμερικανός νέος 23 ετων, όταν έμαθε ότι ο πατέρας του είχε και άλλη οικογένεια και παιδιά σε άλλη πόλη. Άλλαξε το όνομά του και πήρε το ψευδώνυμο «Αλεξάντερ Σούπερτραμπ», πέταξε το πτυχίο του, εγκατέλειψε το αυτοκίνητό του, έκαψε τα χρήματά του και ακολουθώντας το παράδειγμα του Αμερικανού φιλοσόφου Ντέϊβιντ Χένρι Θορώ , πήγε να ζήσει μόνος του στην άγρια φύση «για να σκοτώσει τον ψεύτικο εαυτό», είπε. Τέσσερις μήνες αργότερα βρήκαν το πτώμα του κάτι ελαφοκυνηγοί. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που έγραψε στο ημερολόγιό του. «Αντίο. Ο Θεός να σας ευλογεί. Κρίστοφερ Μακάντλες»
Ο τραγικός αυτός νέος κατάλαβε ( κρίμα τόσο αργά, όταν δεν του έμεινε πια δύναμη να ζήσει) , ότι αν θέλουμε να ζούμε αληθινά, πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Λίγο πριν πεθάνει πέταξε το ψευδώνυμό του « Αλεξάντερ Σουπερτράμπ», σαν να έλεγε «τελείωσαν τα ψέματα» και χάραξε τις τελευταίες γραμμές στο ημερολόγιό του υπογράφοντας με το αληθινό του όνομα: "Κρίστοφερ Μακάντλες".
Το παράδειγμα του Κρίστοφερ ανέφερα μεταξύ άλλων στην απάντησή μου σε κάποιον νεαρό αναγνώστη, την οποία παραθέτω εδώ, σχετικά με τη συνήθεια των νέων με τα ψευδώνυμα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Γράφω στον νεαρό αναγνώστη:
Θα σου πω κάτι πολύ φιλικά: Το βρίσκεις ωραίο να σου μιλώ ή να σου γράφω με το όνομά μου και να μην ξέρω ποιο είναι το δικό σου;
Εγώ δεν το βρίσκω ωραίο για μένα και ποτέ δεν το έχω κάνει. Σε μια σχολική μου φωτογραφία όπου είμαστε όλα τα παιδιά της τάξης, εξήντα περίπου, είναι όλοι ντυμένοι με εθνικές ενδυμασίες εκτός από μένα, που δεν θέλησα να φορέσω άλλα ρούχα από αυτά που φορούσα πάντα. Πάντα οι μάσκες και το κρύψιμο του προσώπου και της υπόστασης του άλλου με φόβιζε.
Στη Λάρισα πριν μερικά χρόνια μπήκε κάποιος μασκοφόρος σε μια καφετέρια στην πλατεία Ταχυδρομείου, σκότωσε κάποιον νέο, που έπινε τον καφέ του εκεί και έφυγε με την ησυχία του, σαν να μην συνέβη τίποτα. Θα έκανε το ίδιο , αν δεν κρυβόταν κάτω απ΄ τη μάσκα;
Η μάσκα και το κρύψιμο γενικά δεν βοηθάει στην επικοινωνία και εμείς αγαπάμε την επικοινωνία. Ακόμα δεν γίναμε σαν τους ξένους . Δε χανόμαστε πίσω από μια εφημερίδα μ΄ ένα μπουκάλι μπύρα μπροστά μας. Εμείς επικοινωνούμε ακόμα και με τη σιωπή.
Τώρα όμως οι δρόμοι με τα κινητά και τα σκούρα γυαλιά έγιναν πιο έρημοι από ποτέ και πιο επικίνδυνοι. Δεν βλέπεις πια τα ωραία μάταια των γυναικών και δεν επικοινωνεί η μια ψυχή με την άλλη. Καθένας ανήκει στον κόσμο του. Και ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Απογοητευτικός: Είναι η δουλειά, το διάφορο, η ανάγκη. Τίποτα δε γίνεται χωρίς να περιμένεις πληρωμή. Όλα γίνονται είτε γιατί περιμένουμε πληρωμή ή γιατί φοβούμαστε. Δεν είναι αυτό δουλεία; Τα αισθήματα της αγάπης και της φιλίας είναι ανύπαρκτα. Αυτός είναι ο κόσμος για χάρη του οποίου κρύβονται οι νέοι μας πίσω από τα ψευδώνυμα, πίσω από τα μαύρα γυαλιά και τα κινητά;
Μα έτσι γίνονταν και με τους δούλους, που τους φορούσαν κι ένα χαλκά στη μύτη κι όλη τους η ζωή ήταν στα κτήματα. Εκεί γεννιούνταν, μεγάλωναν, δούλευαν και πέθαιναν. Δεν υπήρχε προσωπικός (ζωτικός) χώρος και προσωπική ζωή πουθενά, όπως δεν υπάρχει και τώρα με το κινητό, που επεξέτεινε το χώρο της εργασίας παντού, ακόμα και στο δρόμο και στο γεύμα και στη γιορτή. Οι δούλοι ανήκαν στη γη και οι ιδιοκτήτες τους πουλούσαν μαζί με τη γη. Όλα συνέβαιναν εκεί. Γεννιούνταν, μεγάλωναν, δούλευαν και πέθαιναν.
Θα επιστρέψει ο άνθρωπος στην αγριότητα; Είναι αυτό το τέλος του πολιτισμού;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου