25.8.08

Οι καλύτερες ευχές , Μόσχου Ε. Λαγκουβάρδου

«Ο λαός ούτος τοις χείλεσι με τιμά,
η δε καρδία αυτών πόρω απέχει απ΄εμού»
Ματθ.15,8



Οι αληθινές σκέψεις και τα αισθήματα βγαίνουν μέσα απ΄την καρδιά. Στην Ορθόδοξη Παράδοση η καρδιά είναι το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου. ¨Ολη η εργασία που γίνεται για την κάθαρση του ανθρώπου από τα πάθη γίνεται μέσα στην καρδιά.
Οι άγιοι διαφέρουν από μας, γιατί προσέχουν την καρδιά τους να μένει πάντοτε καθαρή από μάταιες σκέψεις. Αντί να αγωνίζονται να αλλάξουν τον κόσμο, αγωνίζονται να αλλάξουν οι ίδιοι, για να μην είναι δούλοι στα πάθη της φιληδονίας, της φιλοχρηματίας και της ματαιοδοξίας. Το κέντρο του ανθρώπου είναι η καρδιά , αυτή που ονομάζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα «βαθιά καρδιά».
Οι καλύτερες ευχές είναι αυτές που γίνονται με την καρδιά, αυτές που βγαίνουν μέσα από τα βάθη της καρδιάς, που δεν μπορείς να τις πεις χωρίς να αναστενάξεις. Είναι οι ευχές που συνδέονται με τα επιφωνήματα του πόνου, της θλίψης, της νοσταλγίας, της χαράς, της απόλαυσης κ.ά.
Από τα λόγια της Γραφής ότι θα ζητηθεί το αίμα των προφητών από του Άβελ του δικαίου έως του Ζαχαρίου, συνάγεται ότι η πανανθρώπινη ευχή που θα δεις αν κοιτάξεις μέσα στα μάτια του κάθε ανθρώπου είναι η ενδόμυχη ευχή «μη με σκοτώσεις». Τέτοιες ευχές βγαίνουν από μέσα μας με βαθύ αναστεναγμό. Δεν εκφράζονται χωρίς στεναγμό.
«Αχ, τι δρόμος μακρύς,/ Αχ, γενναίο άλογό μου,/ Αχ, ο θάνατος με περιμένει /προτού να φτάσω στην Κόρδοβα.». Οι στίχοι αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Το τραγούδι του καβαλάρη».
Κάθε στίχος είναι κι ένας βαθύς αναστεναγμός που βγαίνει απ΄ την καρδιά του καβαλάρη για το γενναίο άλογό του, για το μακρύ δρόμο, για το θάνατο που περιμένει προτού φτάσει ο άνθρωπος στον προορισμό του, στην Κόρδοβα, τη μακρινή και μόνη, που μοιάζει πιο μακρινή και πιο μόνη με το προσωπικό δράμα του καθενός.
Καλή ήταν η ευχή του παππού μου Αγγελάκη. Την έλεγε πάντα με την πρώτη γουλιά που έπινε, όταν το κρασί ήταν καλό. «Στο Θεό ν’ άρέσει» ευχόταν απ΄ την καρδιά του. «Στο Θεό ν’ αρέσει», «Χριστέ και Παναγιά», « Χριστέ κι απόστολε» κι άλλες πολλές τέτοιες ευχές που λέγονται αυθόρμητα απ΄ τους απλούς ανθρώπους στις καθημερινές στιγμές τους είναι όλες καλές ευχές, γιατί βγαίνουν μέσα απ΄ την καρδιά. Δε λέγονται αλλιώς.
Δοκίμασε να πεις μια παρόμοια ευχή χωρίς αναστεναγμό, ψεύτικα και υποκριτικά και θα δεις ότι δεν μπορείς να την πεις με επιτήδευση, ύστερα από σκέψη, παρά μόνο αυθόρμητα, όπως τα επιφωνήματα. Οι ευχές αυτές είναι ένα είδος επιφωνήματα.
Ειδικότερα η ευχή «στο Θεό ν’ αρέσει» είναι μια απ΄ τις καλύτερες ευχές, όχι μόνο επειδή προέχει το θέλημα του Θεού και όχι το δικό μας, αλλά το σπουδαιότερο , γιατί κάθε επιθυμία για το θέλημα του Θεού είναι και μια επιθυμία λιγότερη για το δικό μας θέλημα.
Για να εκτιμήσουμε πόσο σπουδαίο είναι αυτό πρέπει να μπούμε στο βαθύτερο νόημα της Δέκατης Εντολής που αφορά τις επιθυμίες. Ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ζιράρ ονομάζει τις επιθυμίες των ανθρώπων «μιμητικές», διότι επιθυμούμε εκείνο που αρέσει στους άλλους και όχι εκείνο που αρέσει στο Θεό.
Μιμούμαστε τους άλλους στις επιθυμίες τους. Η επιθυμία για κείνο που αρέσει στους άλλους προκαλεί την εξέγερση των άλλων και είναι κατά τον Ζιράρ, η αιτία που προκαλεί τη μαζική βία .
Η επιθυμία αυτού που αρέσει στο Θεό, η ευχή «στο Θεό ν’ αρέσει», εμποδίζει την «μιμητική» επιθυμία , την επιθυμία αυτών που αρέσουν στους άλλους και θεραπεύει την αιτία που προκαλεί την μαζική βία. Την ίδια καλή ευχή κάνουμε και στην προσευχή του «πάτερ ημών», όταν ευχόμαστε να γίνει το θέλημα του Θεού.
Ίσως ρωτήσεις, ευγενικέ αναγνώστη, τι είναι αυτό που προκαλεί την μιμητική επιθυμία. Γιατί μιμούμαστε τις επιθυμίες των άλλων; Γιατί αν κάτι δεν το θέλει κανένας, δεν το θέλουμε κι εμείς. Γιατί όταν πηγαίνουμε κάπου, όσο ωραίο κι αν είναι το μέρος εκείνο δεν μας αρέσει . Φεύγουμε δυσαρεστημένοι γιατί είναι «ερημιά». Δεν επιθυμούμε το μέρος αυτό, ακόμα κι αν είναι το ωραιότερο του κόσμου, αν δεν υπάρχουν άλλοι να τους μιμηθούμε.
Όσο δεν επιθυμούσε κανείς πατάτες, γιατί ήταν άγνωστες την εποχή εκείνη ( ήρθαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα επί Καποδίστρια) κανένας δεν τις έπαιρνε. Παρέμεναν αφύλακτες στο σταθμό του τραίνου. Μόλις έβαλαν φρουρούς να τις φυλάγουν με σκοπό να τις πουλήσουν, πράγμα που σήμαινε ότι υπήρχαν κάποιοι που τις ήθελαν, ξύπνησε και η μιμητική επιθυμία των πολλών που είτε τις αγόραζαν, είτε τις έκλεβαν.
Ύστερα από όλα αυτά προβάλλει ακόμα ένα ερώτημα. Γιατί έχουμε την μιμητική επιθυμία για πράγματα που αρέσουν στους άλλους και σπανίως για πράγματα που αρέσουν στο Θεό; Σχεδόν κανείς δεν μιμείται αυτό που αρέσει στο Θεό! Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι μιμούμαστε τις επιθυμίες των άλλων για το χρήμα, τη φήμη, τις τιμές τις διακρίσεις και οτιδήποτε άλλο προβάλλει ο κόσμος ως πρότυπο. Η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η χαρά η πνευματική και οτιδήποτε άλλο αρέσει στο Θεό δεν έχει πρότυπο, γιατί κανείς δεν το προβάλλει.
Η αληθινή αγάπη του Θεού, ο θείος έρωτας, δε γίνεται με την προσδοκία της ανταπόδοσης. «Λογισμός, που σου υπόσχεται τιμές και διακρίσεις» λέει ο Άγιος Νείλος «καταισχύνη σου ετοιμάζει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου